Αγγλικός όρος

compression fracture

Ορισμός

Κάταγμα ενός σπονδύλου κατά μήκος του επιμήκους άξονα της σπονδυλικής στήλης. Τέτοια κατάγματα μπορεί να παρατηρηθούν μετά από τραύμα ή ως αποτέλεσμα οστεοπόρωσης και χαρακτηρίζονται από απώλεια οστικού ύψους.

Συνώνυμο

burst fracture

Κύριος όρος

fracture