Αγγλικός όρος

symbiosis

Ορισμός

1. Η κοινή ζωή σε στενή σχέση δύο οργανισμών διαφορετικών ειδών. Εάν κανένας από τους δύο οργανισμούς δεν βλάπτεται τότε η σχέση καλείται κοινοβίωση, εάν η σχέση είναι ωφέλιμη και για τους δύο τότε καλείται αμοιβαιότητα και εάν η σχέση είναι ωφέλιμη για τον ένα οργανισμό και επιβλαβής για τον άλλο τότε καλείται παρασιτισμός.
2. Στην ψυχιατρική, μια εξαρτημένη, αμοιβαία ενισχυτική σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων. Σε ένα υγιές πλαίσιο, αυτή είναι χαρακτηριστική της σχέσης βρέφους - μητέρας. Σε μη υγιές πλαίσιο ενδέχεται να επιτείνει την κοινή κατάθλιψη ή παράνοια.

Ετυμολογία

[Ελλ.]