Αγγλικός όρος

symbol

Ορισμός

1. Αντικείμενο ή σημείο το οποίο αναπαριστά μια ιδέα ή μια ποιότητα με συσχέτιση, ομοιότητα ή συμβατικότητα.
2. Στην ψυχαναλυτική θεωρία, αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως ασυνείδητο υποκατάστατο, το οποίο δεν είναι συνειδητά συνδεδεμένο με τη λίμπιντο αλλά στο οποίο αυτή συγκεντρώνεται.
3. Σημείο ή γράμμα που αντιπροσωπεύει ένα άτομο ή ένα στοιχείο στη Χημεία.

Ετυμολογία

[Ελλ. symbolon, σύμβολο]

Υπώνυμος όρος

phallic symbol