Αγγλικός όρος

Stokes-Adams syndrome

Ορισμός

[William Stokes, Ιρλανδός ιατρός 1804-1878, Robert Adams, Ιρλανδός ιατρός 1791-1875]. Απώλεια των αισθήσεων προκαλούμενη από ελάττωση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο.

Μπορεί να προκληθεί από οποιαδήποτε παροδική διαταραχή της εξώθησης αίματος από την καρδιά, όπως ο ατελής ή πλήρης καρδιακός αποκλεισμός. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει ζαλάδες ή να χάσει πλήρως τις αισθήσεις του και να εκδηλώσει σύντομες συσπαστικές σωματικές κινήσεις. Η θεραπεία περιλαμβάνει βασική και προχωρημένη καρδιακή υποστήριξη (π.χ. τεχνητή αναπνοή, μαλάξεις του στήθους, χορήγηση επινεφρίνης, τοποθέτηση καρδιακού βηματοδότη, όπως ενδείκνυται από τις αντιδράσεις του ασθενούς).

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Παρακολουθούνται και υποστηρίζονται οι αεραγωγοί του ασθενούς, η αναπνοή, οι κεντρικοί και περιφερειακοί παλμοί, η πίεση του αίματος και ο καρδιακός ρυθμός. Παρέχεται επείγουσα θεραπεία (θειική ατροπίνη, εξωτερική βηματοδότηση) όπως είναι αναγκαίο σύμφωνα με τα ενδεικνυόμενα πρωτόκολλα. Ο ασθενής προετοιμάζεται για την εμφύτευση καρδιακού βηματοδότη. Ο ασθενής και η οικογένειά του καθησυχάζονται, δέχονται υποστήριξη και διδάσκονται τη συντήρηση του βηματοδότη, ενώ ο ασθενής υποβοηθείται ώστε να επανέλθει στις συνήθεις δραστηριότητες.

Συνώνυμο

Adams-Stokes syndrome