Αγγλικός όρος

habit

Ορισμός

1. Συνήθεια. Κινητικό μοντέλο που εκτελείται με ευκολία μετά από συνεχή ή συχνή επανάληψη· ενέργεια η οποία στην αρχή εκτελείται εκουσίως, αλλά μετά από αρκετές επαναλήψεις εκτελείται ως ανακλαστική ενέργεια. Οι συνήθειες είναι αποτέλεσμα της διέλευσης ερεθισμάτων μέσα από μια συγκεκριμένη ομάδα νευρώνων και πολλές φορές συνάψεων.

2. Ένας συγκεκριμένος τρόπος ένδυσης ή εμφάνισης.

3. Ψυχική ή ηθική ύπαρξη ή προδιάθεση.

4. Σωματική διάθεση ή φυσική κατάσταση, ειδ. σε σχέση με μια ασθένεια ή την προδιάθεση για μια ασθένεια.

5. Εθισμός στη χρήση φαρμάκων ή οινοπνεύματος.

Συνώνυμο

habitus

Ετυμολογία

[Λατ. habere, habitus, έχω, κρατώ]

Υπώνυμος όρος

chorea habit
masticatory habit