Αγγλικός όρος

prescription

Ορισμός

Μια γραπτή οδηγία ή παραγγελία για την διανομή και χορήγηση φαρμάκων. Υπογράφεται από ένα ιατρό, οδοντίατρο ή άλλο επαγγελματία υγείας, ο οποίος έχει την νόμιμη άδεια να συνταγογραφεί. Ιστορικά, η συνταγή αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη.

Επίγραμμα: Αναπαρίσταται με το σύμβολο PX, το οποίο υποδηλώνει Συνταγή.

Επιγραφή: Περιέχει τα συστατικά.

Υποσημείωση: Οδηγίες στον διανομέα για τον τρόπο παρασκευής των φαρμάκων.

Δοσολογία: Οδηγίες στον ασθενή σχετικά με τον τρόπο λήψης και υπογραφή του ιατρού με την διεύθυνση και το τηλέφωνο του, την ημερομηνία και με το αν μπορεί ή όχι να συμπληρωθεί η συνταγή. Όταν είναι δυνατό, μπορεί να περιληφθεί και ο αριθμός της Επιτροπής Χορήγησης Φαρμάκων του ιατρού. Επίσης μερικές πολιτείες απαιτούν από τον ιατρό να προσθέσει στην συνταγή, αν μπορεί να αντικατασταθεί ένα είδος φαρμάκου από το ανάλογο εμπορικό όνομα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο συνταγογραφούνται 3 δισεκατομμύρια συνταγές στα ιατρεία και ακόμα περισσότερες στους νοσοκομειακούς ασθενείς.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι μη χρησιμοποιούμενες συνταγές θα πρέπει να διατηρούνται σε ένα ασφαλές μέρος, ώστε να μην υπεξαιρεθούν ή κλαπούν. Κάθε συνταγή θα πρέπει να αριθμείται διαδοχικά. Δεν θα πρέπει να υπογράφει κάποιος εκ των προτέρων μια κενή συνταγή. Αυτός που συνταγογραφεί θα πρέπει να χρησιμοποιεί μελάνη, ώστε να αποτραπούν οι αλλαγές και να μην χρησιμοποιεί το στέλεχος των συνταγών για να γράφει σημειώσεις ή υπομνήματα.

Ετυμολογία

[Λατ. praescriptio]

Υπώνυμος όρος


prescription drug
exercise prescription
shotgun prescription