Αγγλικός όρος

prescribe

Ορισμός

Η ένδειξη για την χορήγηση ενός φαρμάκου. Αυτό μπορεί να γίνει προφορικά, αλλά συνήθως γίνεται γραπτά σε μια συνταγή ή στο νοσοκομειακό διάγραμμα του ασθενούς.

Ετυμολογία

[Λατ. praescriptio, συνταγή]