Αγγλικός όρος
theophylline
Ορισμός
Μία λευκή κρυσταλλική σκόνη που χρησιμοποιείται σαν παράγοντας από του στόματος για αντιδραστικές ασθένειες του αεραγωγού όπως το άσθμα. Το φάρμακο έχει έναν περιορισμένο θεραπευτικό δείκτη, και στην κλινική πρακτική η τοξικότητα προς αυτόν τον παράγοντα είναι συνήθης, χαρακτηριζόμενη από γαστρεντερικές διαταραχές, τρόμο, καρδιακές αρρυθμίες, και άλλες επιπλοκές. Άλλα φάρμακα για αντιδραστικές ασθένειες του αεραγωγού, όπως εισπνεόμενοι β-αγωνιστές και εισπνεόμενα στεροειδή, συχνά συνταγογραφούνται αντί της θεοφυλλίνης για την αποφυγή τοξικοτήτων.
Ετυμολογία
[Λατ. thea, τσάι + Ελλ. phyllon, φυτό]
Υπώνυμος όρος
theophylline ethylenediamine