Αγγλικός όρος

body temperature

Ορισμός

Η θερμοκρασία σώματος, ένας δείκτης υγείας και ασθένειας και ένα από τα ζωτικά σημεία. Η θερμοκρασία σώματος ποικίλλει ανάλογα την ώρα της ημέρας και την θέση μέτρησης. Η θερμοκρασία στόματος είναι συνήθως 36°C έως 38°C. Καθημερινές αποκλίσεις σε ένα άτομο μπορεί να είναι 0,5°C ή 7°C. Η θερμοκρασία σώματος μπορεί να μετρηθεί τοποθετώντας ένα θερμόμετρο στο στόμα, στο ορθό, κάτω από τον βραχίονα, στην ουροδόχο κύστη, εντός των κοιλοτήτων της καρδιάς, ή στον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού. Η θερμοκρασία απευθυσμένου είναι συνήθως από 0,28° έως 0,56°C υψηλότερη από του στόματος. Η μασχαλιαία θερμοκρασία είναι περίπου 0,28°C χαμηλότερη από του στόματος. Η μέτρηση της θερμοκρασίας στόματος μπορεί να είναι ανακριβής, εάν πραγματοποιηθεί αμέσως μετά την βρώση ψυχρών ουσιών από τον ασθενή ή εάν ο ασθενής έχει πάρει αναπνοή με το στόμα ανοιχτό.

Η θερμοκρασία του σώματος ρυθμίζεται από θερμορυθμιστικά κέντρα στον υποθάλαμο που ισορροπούν την παραγωγή θερμότητας και την απώλεια θερμότητας. Είκοσι πέντε τοις εκατό από την θερμότητα του σώματος χάνεται διαμέσου του δέρματος (ακτινοβολία, μετάδοση, ιδρώτας) και η υπόλοιπη μέσω των πνευμόνων, των κοπράνων και των εκκρίσεων του ουροποιητικού. Η μυϊκή εργασία (συμπεριλαμβανομένου του ρίγους) είναι ένας μηχανισμός αύξησης της θερμοκρασίας σώματος. Αύξηση της θερμοκρασίας άνω του φυσιολογικού καλείται πυρετός (πυρεξία), και η υποφυσιολογική θερμοκρασία λέγεται υποθερμία. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την θερμοκρασία σώματος είναι η ηλικία (βρέφη και παιδιά έχουν μεγαλύτερο εύρος θερμοκρασίας σώματος από τους ενήλικες, και οι ηλικιωμένοι έχουν χαμηλότερες θερμοκρασίες σώματος από τους άλλους), ο εμμηνορρυσιακός κύκλος στις γυναίκες (η θερμοκρασία αυξάνεται στο ωοθυλακιορρηκτικό μέσο του κύκλου και παραμένει υψηλή μέχρι την έμμηνο ρήση), και η άσκηση (η θερμοκρασία αυξάνεται με μέτρια έως έντονη μυϊκή δραστηριότητα).

Κύριος όρος

temperature