Αγγλικός όρος

tone

Ορισμός

1. Η κατάσταση ενός σώματος ή οποιοδήποτε από τα όργανα ή μέρη του στα οποία οι λειτουργίες είναι υγιείς και φυσιολογικές. Σε μια πιο περιορισμένη έννοια, η αντοχή των μυών σε παθητική επιμήκυνση ή έκταση.

2. Φυσιολογική τάση ή απόκριση σε ερεθίσματα, όπως των αρτηριών και των μυών, που παρατηρείται συγκεκριμένα σε ακούσιο μυ (όπως στον σφιγκτήρα της ουροποιητικής κύστης).

Ένας μουσικός ή ηχητικός ήχος.

Συνώνυμο

tonicity (2)

Ετυμολογία

[Λατ. tonus, έκταση]

Υπώνυμος όρος

muscular tone