Αγγλικός όρος

dry eye

Ορισμός

Ανεπαρκής εφύγρανση του οφθαλμού και παθολογική έλλειψη υγρασίας του επιπεφυκότα. Η κατάσταση αυτή προκαλεί άλγος και δυσφορία στα μάτια. Η ξηροφθαλμία μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε διαταραχή που προκαλεί ουλή στον κερατοειδή (π.χ. πολύμορφο ερύθημα, τράχωμα, ή εγκαύματα του κερατοειδούς), στο σύνδρομο Sjogren, στο λαγόφθαλμο, στο σύνδρομο Riley- Day, στην απουσία ενός ή και των δύο δακρυϊκών αδένων, στην παράλυση του τριδύμου ή του προσωπικού νεύρου, στην αγωγή με ατροπίνη, στη βαθιά αναισθησία και στις νόσους που προκαλούν εξασθένιση. Για τη θεραπεία της κατάστασης αυτής, χρησιμοποιούνται κατάλληλα παρασκευασμένα υδατοδιαλυτά πολυμερή.

Κύριος όρος

eye