Αγγλικός όρος

gelatin

Ορισμός

1. Πρωτεϊνικό παράγωγο που προέρχεται από την υδρόλυση του κολλαγόνου του συνδετικού ιστού του δέρματος, των οστών και των αρθρώσεων των ζώων. Χρησιμοποιείται ως τροφή, στην παρασκευή φαρμάκων και ως καλλιεργητικό μέσο για τα βακτήρια. Σπανίως συναντάται ως ζωική πρωτεΐνη, επειδή δεν είναι καλή πηγή απαραίτητων αμινοξέων
2. Η ουσία του ακτινογραφικού φιλμ, στην οποία εναιωρούνται οι αλογονωμένοι αργυρούχοι κρύσταλλοι του ακτινογραφικού γαλακτώματος

Υπώνυμος όρος

nutrien gelatin