Αγγλικός όρος

fermentation

Ορισμός

Η οξειδωτική αποσύνθεση, υπό αναερόβιες συνθήκες, σύμπλοκων ουσιών διαμέσου της δράσης ενζύμων ή ζυμών, που παράγονται από μικροοργανισμούς. Τα βακτήρια, οι μούχλες και οι μύκητες είναι οι κυρίως εμπλεκόμενοι μικροοργανισμοί. Ζυμώσεις οικονομικού ενδιαφέροντος είναι αυτές που αφορούν στην παραγωγή του αλκοόλ, αλκοολούχων αναψυκτικών, γαλακτικών και βουτυρικών οξέων και ψωμιού.

Υπώνυμος όρος


alcoholi fermentation
amylolytic fermentation
autolytic fermentation
butyric fermentation
citric acid fermentation
invertin fermentation
lactic fermentation
oxalic acid fermentation
propionic acid fermentation
viscous fermentation