Το θέμα της “κρίσης” κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια ως θεματολογία και ως πραγματικότητα σε αυτή τη χώρα. Το άρθρο αυτό απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται να έχουν μια πιο σφαιρική προσέγγιση στο θέμα παρά να εστιάζουν αποσπασματικά σε λίγες μόνο παραμέτρους του.

Το γράφω έχοντας την πρόθεση να δώσω φωνή στην ψυχολογική και κοινωνική πλευρά της κρίσης, που τελευταία φαίνεται να παραγκωνίζεται ολοένα και περισσότερο.

Αυτό εν μέρει αντικατοπτρίζεται στην έλλειψη ουσιαστικής και οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής – συχνά στο όνομα της κρίσης, καθώς και στη συστηματική απουσία ειδικών των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών από τις δημόσιες και πολιτικές συζητήσεις και πράξεις και από τους ανάλογους κρατικούς φορείς και υπηρεσίες. Ειδικοί όπως π.χ. κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι φαίνεται να μην υπάρχουν σχεδόν ποτέ στους δημόσιους διαλόγους και ούτε φαίνεται να ζητάται και ούτε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν η γνώμη τους και αυτά που έχουν να προσφέρουν με βάση το αντικείμενό τους. Αντίθετα, άνθρωποι με διάφορες άλλες ειδικότητες π.χ. δημοσιογράφοι, πολιτικοί, οικονομολόγοι κτλ χωρίς καμία ανάλογη κατάρτιση (για θέματα που χρειάζεται κατάρτιση) ερμηνεύουν όπως νομίζουν σε σχέση με τα ζητήματα αυτά. Μήπως από εδώ κάτι λείπει;

“Ψιχολογία” και Ψυχολογία

Δεν ξεχνώ την απάντηση ενός μικρού παιδιού γύρω στα έξι, όταν το ρώτησα να μου πει τι δουλειά νομίζει ότι κάνει ένας ψυχολόγος. “Δουλέυει με ψίχουλα!” μου απάντησε με τον άμεσο και απλό παιδικό του τρόπο. Και τότε ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα ενός ψωμιού με τα ψίχουλά του. Τι σχέση μπορεί να έχει το ψωμί με την ψυχο-λογία; Πέρα από ένα απλοϊκό λογοπαίγνιο, η απάντηση του παιδιού μού έδωσε τροφή για σκέψη: “Το ψωμί και η ψυχή”.

Το ψωμί είναι από τις πιο αρχαίες τροφές του ανθρώπου παγκοσμίως. Το ψωμί στους περισσότερους πολιτισμούς έχει και συμβολικό χαρακτήρα. Συγκεριμένα ψάχνοντας την ετυμολογία της λέξης θεώρησα ενδιαφέρον ότι το ψωμί στα αρχαία ελληνικά λεγόταν “άρτος”, που σημαίνει άρτιος - δηλαδή πλήρης - ενώ η λέξη “ψωμί” σήμαινε κομματάκι από τον άρτο.

Το ψωμί σε πολλούς πολιτισμούς θεωρείται ευλογημένη τροφή και χρησιμοποιείται, επίσης, με ποικίλους συμβολικούς τρόπους σε διάφορες θρησκευτικές και πνευματικές πρακτικές.

Το ψωμί αποτελείται από πολύ απλά υλικά. Κάποιου είδους δημητριακό π.χ. σιτάρι, κάποιου είδους υγρό, συνήθως νερό και συχνά μαγιά ή ένα είδους μέσο που θα το γεμίσει αέρα και θα το βοηθήσει να φουσκώσει, συνήθως σε ένα ζεστό και σκιερό μέρος. Το ζύμωμα και η αναμονή είναι σημαντικά επίσης συστατικά στη δημιουργία του ψωμιού. Όσο πιο καλά ζυμωθέι η ζύμη τόσο πιο αφράτο θα γίνει. Και αν δεν το ζυμώσεις με υπομονή και δεν περιμένεις να φουσκώσει, το αποτέλεσμα δεν θα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό εκτός να θες ένα πιο σκληρό και βαρύ ψωμί, το λεγόμενο “άζυμο”. Tο ψωμί για να γίνει χρειάζεται ζύμωμα, σκιά, θερμότητα, φωτιά, φως.

Έχει αυτή η διαδικασία, αλληγορικά μιλώντας, σχέση με το ζύμωμα της ψυχής, με τη ζωντανή και συνεχή διαδικασία του “γίγνεσθαί”, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο;

Είναι φανερό ότι στην ελληνική κοινωνία γίνονται ποικίλες και έντονες ζυμώσεις, ειδικά τα τελευταία χρόνια σε πολλά επίπεδα. Φαίνεται να χρειάζεται συνειδητή δουλειά και συλλογική προσπάθεια για ν’ αποκτηθεί μια νέα εμπιστοσύνη, να δημιουργηθεί σχέση αυθεντικής αξιοπιστίας και η αίσθηση κατεύθυνσης προς ένα θετικά δημιουργικό μέλλον.

Πιστεύω ότι είναι σημαντική η συνειδητοποίηση ότι η ψυχική και κοινωνική “χρεωκοπία” δεν είναι καθόλου λιγότερο σημαντική (αν όχι σημαντικότερη) από την οικονομική χρεωκοπία. Το να θεωρείται το ένα αποκομμένο από το άλλο και το να μην γίνεται στην πράξη η ανάλογη διαχείριση με σεβασμό και υπευθυνότητα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι ένα αρκετά ριψοκίνδυνο, αν όχι επίφοβο, μονοπάτι.

Πόση κρίση ειναι αρκετή;

Υπάρχει άραγε και περιττός πόνος; Άχρηστες δυσκολίες; Περιττή ταλαιπωρία; Πόσες επώδυνες καταστάσεις αρκούν και πότε αρχίζει η κατάσταση να οδηγείται στο άλλο άκρο; Και πώς μπορoύν, ίσως, αυτά να περιοριστούν;

Ο κάθε άνθρωπος βιώνει και αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο την κρίση.
Ωστόσο, από ψυχολογική σκοπιά η κρίση φαίνεται να εμπεριέχει και μερικές παγίδες, στις οποίες μπορεί κανείς να πέσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το μικρότερο χωριό έως το κοινοβούλιο, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο.

Σε αυτό το άρθρο θέλω ν’ αναφερθώ σε κάποιες από αυτές:

Η κρίση (και ο τυφλός Κύκλωπας)

«...και όταν βρέχει, βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους.»
Κατά Ματθαίον ε’ 45

Τι φαίνεται να μένει έξω από τη διαχείριση της κρίσης; Τι πιθανόν αποφεύγεται, τι εξαιρείται;

Όπως ανέφερα και παραπάνω, νομίζω ότι είναι σημαντική παράλειψη μέσα τις κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες που βιώνει αυτή η χώρα, να αποκλείεται και να παραβλέπεται συστηματικά η ψυχολογική και κοινωνική προσέγγιση των πραγμάτων. Δεν είναι αποδεκτό στις μέρες μας κάτι τέτοιο, τώρα που είναι ακομη πιο χρήσιμο, να θεωρείται χαμηλότερης σπουδαιότητας και προτεραιότητας με τη δικαιολογία ότι «αυτά είναι τώρα πολυτέλειες», ότι «θα κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σύνθετα» ή με την αυταπάτη ότι «αν δεν το βλέπεις, δεν υπάρχει».

Όταν αποκλείονται αυτές οι φωνές, ουσιαστικά αποκλείεται η συναισθηματική, η σχεσιακή ακόμα και πνευματική υπόσταση των ανθρώπων. Τότε είναι πιο εύκολο, ο άνθρωπος να αντιμετωπίζεται ως ένα αντικείμενο, ως ένα εργαλείο, ως ένας αριθμός. Ως κάτι στεγανά κατηγοριοποιημένο, απρόσωπο, μονοδιάστατο. Πόσο στείρο και ισοπεδωτικό μπορεί να είναι αυτό; Και πόσο βάρβαρο επίσης; Μια προσέγγιση που φαίνεται να έρχεται από το βαθύ παρελθόν και που ιστορικά έχει τις ρίζες της σε ξεπερασμένα πατριαρχικά μοντέλα άσκησης εξουσίας, που στην εποχή μας πια μόνο πληγωτικά μπορούν να είναι.

Όταν μια κοινωνία δεν διαθέτει, μαζί με τη σωματική, και συναισθηματική ευεξία, όταν αισθάνεται απειλημένη, υπό τη λογική της συνεχούς στέρησης (και δεν εννοώ μόνο της υλικής), όταν καθηλώνεται στο να χρειάζεται (ή να αισθάνεται ότι χρειάζεται) να μάχεται διαρκώς για πολύ βασικές ανάγκες (ακόμα κι όταν υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης), μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Μέσα σε τέτοιες ανασταλτικές συνθήκες αρνητισμού είναι δύσκολο να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική συνοχή. Είναι πιο δύσκολο ν’ αναπτυχθούν θετικά και συλλογικά νέες δημιουργικές δυνάμεις. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν ήδη από την εμπειρία τους οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες (π.χ. από τις ρίζες της κοινωνικής πολιτικής που υπάρχουν στη Δυτική Ευρώπη του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης εως τις σύγχρονες έρευνες ψυχολογίας και κοινωνιολογίας).

Πώς γίνεται, λοιπόν, εμείς ως χώρα να το αψηφούμε ή να μας ζητάται (από οποιονδήποτε) να το αψηφούμε και όλα να περιστρέφονται σχεδόν εμμονικά γύρω από τους αριθμούς, την οικονομία και κάθε λογής καταστροφολογικές προσεγγίσεις; Άραγε, κάτι τέτοιο πώς συνιστά ή ευνοεί την ανάπτυξη και την εξέλιξη;

Η ψευδαίσθηση ότι η κρίση δεν θα ξεπεραστεί ποτέ

Ως κρίση μπορεί να οριστεί κάθε γεγονός που είναι, ή αναμένεται εύλογα να οδηγήσει, σε μια επικίνδυνα ασταθή κατάσταση που επηρεάζει ένα άτομο, μια ομάδα, μια κοινότητα, ή και ολόκληρη την κοινωνία. Οι κρίσεις θεωρείται ότι επιφέρουν αρνητικές αλλαγές στον τομέα της ασφάλειας, των οικονομικών, των πολιτικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών υποθέσεων, ιδίως όταν αυτές συμβαίνουν απότομα, με ελάχιστη ή καμία προειδοποίηση (Lebow et al., 1981).

Από την άλλη, όμως, μέσα από τη δίνη της κρίσης μπορούν να γίνουν και σπουδαίες αλλαγές, ίσως, όμως, όχι ακόμη φανερές από το αποτέλεσμά τους. Από ψυχολογική σκοπιά οι φυσιολογικές κρίσεις μπορεί να είναι επώδυνες ή δύσκολοι περίοδοι, μπορούν να είναι, όμως, και γόνιμες και να έχουν κάτι να προσφέρουν, ίσως και κάτι πολύτιμα σημαντικό.

Προφανώς, δεν είναι όλες οι κρίσεις ίδιες. Ωστόσο, η ιστορία, η φύση, μπορεί ακόμα και η δική σου προσωπική εμπειρία, να σου δείχνουν ότι καμία κρίση δεν κρατάει «για πάντα». Όπως κι ένα έντονο φυσικό φαινόμενο, μια καταιγίδα, ένας σεισμός, ένα τσουνάμι, όπως κι ένας οξύς αλλά στιγμιαίος σωματικός πόνος, όπως κι ένα ιδιαίτερα επώδυνο ψυχικό βίωμα. Ο απόηχος και οι συνέπειές τους είναι που συνήθως διαρκούν περισσότερο.

Όλα αυτά μπορεί να έχουν μεγάλη ένταση αλλά μικρή σχετικά χρονική διάρκεια με το μέτρο του συμβατικού χρόνου, του χρόνου που έχουν τα ρολόγια.

Όμως, μια δυσάρεστη εμπειρία μπορεί να δίνει την αίσθηση στο «συναισθηματικό μας ρολόι», ότι διαρκεί πολύ ή ότι «θα είναι έτσι συνέχεια».
Γι΄αυτό ίσως καμιά φορά χρειάζεται να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου, ακόμα και στις πιο σκοτεινές ώρες, εκείνες τις ώρες που είναι λιγότερο πιστευτό, ότι δεν θα είναι έτσι «για πάντα».

Πεσσιμισμός (και η έλλειψη πίστης)

«Υπήρξαν πολλές σκοτεινές στιγμές, κατά τις οποίες η πίστη μου στην ανθρωπότητα δοκιμάστηκε σημαντικά, αλλά δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να παραδοθεί στην απελπισία.» Νέλσον Μαντέλα

Πριν λίγες μέρες δημoσιεύτηκε μια έρευνα της GPO που δείχνει πόσο υψηλή είναι η αίσθηση του πεσσιμισμού αυτή τη περίοδο και παράλληλα πόσο αξιοσημείωτη είναι η συνέπεια των συμμετεχόντων στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότερες ερωτήσεις εστίαζαν στο τι πιστεύουν οι συμμετέχοντες ότι θα συμβεί στο μέλλον. Στις απαντήσεις είναι φανερή η έλλειψη ελπίδας, καθώς οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν αρνητικά παρά το ότι οι ίδιοι είναι συνεπείς π.χ. πληρώνοντας τους φόρους τους και παρά το γεγονός ότι οικονομικοί και άλλοι δείκτες της Ελλάδας φαίνεται να βελτιώνονται.

Αυτή η βαθύτατη απογοήτευση και αίσθηση ματαιότητας, αυτή η αντίφαση του να συμβάλλουν και να προσπαθούν, κάτω ακόμα και από αντίξοες συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα να θεωρούν ότι «τίποτα δεν θα αλλάξει» είναι ένα δύσκολο και σχεδόν αδιέξοδο συναίσθημα. Είναι ένα ανησυχητικό συλλογικό συναίσθημα ανημπόριας, που δεν πρέπει να καθόλου ν’ απαξιώνεται.

Σε συνθήκες κρίσης πολλοί άνθρωποι έχουν την τάση να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στα αρνητικά. Όταν, όμως, αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό τότε φτάνουν στο άλλο άκρο του γενικευμένου πεσσιμισμού, στη μη ρεαλιστική αντίληψη ότι όλα είναι αρνητικά, «όλα είναι και θα είναι χάλια», καθώς φαίνεται ότι αρκετοί άνθρωποι μπερδεύουν τον πεσσιμισμό με το ρεαλισμό και αντιλήψεις όπως «δεν τα βλέπω χάλια, απλά είμαι ρεαλιστής.»

Αυτό βεβαίως είναι απλά μια υπόθεση, και προφανώς όχι αυτό που μπορεί να συμβεί και στην πραγματικότητα.

Αν βγάλει κανείς τα γυαλιά της μιζέριας μπορεί, ίσως, να δει περισσότερες επιλογές που πιθανόν να έχει. Και αν μπορεί να δει και να δημιουργήσει επιλογές, ίσως, κερδίζει και ένα μέρος κατ’αρχάς της ψυχικής ελευθερίας του /της;

(Συνεχίζεται).

Πηγές:
Πηγές/Βιβλιογραφία:

Bankoff, G., Frerks, G., Hilhorst, D.(2003). Mapping Vulnerability: Disasters, Development and People.

Lebow, RN, Between Peace and War: The Nature of International Crisis.(1981). The Rancho Bernardo Hopkins University Press.
http://www.athensvoice.gr/article/ειδήσεις/gpo-διάχυτη-απαισιοδοξία

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Αύξηση 7.146% στα πρόστιμα για παραβίαση προσωπικών δεδομένων - Τι γίνεται στην Υγεία
Κλειστός προϋπολογισμός για σκευάσματα χορηγουμένων από του στόματος για τον καρκίνο του προστάτη
Mυοσκελετικές ενοχλήσεις: Ζεστό ή κρύο επίθεμα;