Ο κίνδυνος γνωστικών ελλειμμάτων, άνοιας, ψυχωσικών διαταραχών, επιληψίας ή επιληπτικών κρίσεων παραμένει ελαφρώς αυξημένος στους ασθενείς με CoViD-19 σε σύγκριση με άλλες νόσους της αναπνευστικής οδού, ακόμη και 2 χρόνια μετά τη μόλυνση.

Αυτό αναφέρουν Βρετανοί ερευνητές στην επιθεώρηση "The Lancet Psychiatry"  μετά από ανάλυση των ιατρικών αρχείων που αφορούσαν περίπου 2,5 εκατομμύρια ασθενείς.

Τα καλά νέα είναι ότι οι κίνδυνοι για τις πιο συχνές ψυχιατρικές διαταραχές επανήλθαν στο βασικό επίπεδο μετά από 1 έως 2 μήνες: διαταραχές της διάθεσης, όπως η κατάθλιψη, μετά από 43 ημέρες, αγχώδεις διαταραχές μετά από 58 ημέρες.

Στη συνέχεια, πέτυχαν συνολική επίπτωση όπως η ομάδα σύγκρισης: διαταραχές της διάθεσης μετά από 457 ημέρες, αγχώδεις διαταραχές μετά από 417 ημέρες. Μετά από 2 χρόνια, η επίπτωση για τις διαταραχές της διάθεσης στα παιδιά ήταν περίπου 650 ανά 10.000, στους ενήλικες έφθασε σε τιμή περίπου 1.100 ανά 10.000 και στους ηλικιωμένους ηλικίας 65 ετών και άνω η επίπτωση ήταν περίπου 920.

Οι αγχώδεις διαταραχές έφθασαν σε επίπτωση 1.000 και 1.800 ανάλογα με την ηλικία.

Η πρώτη συγγραφέας της έρευνας, Maxime Taquet, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και οι συνεργάτες της καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αναδρομική ανάλυση 2 ετών δείχνει ότι η αυξημένη επίπτωση των διαταραχών της διάθεσης και του άγχους είναι παροδική και ότι δεν υπάρχει συνολική υπέρβαση αυτών των διαγνώσεων σε σύγκριση με άλλες διαταραχές της αναπνευστικής οδού.

Τα καλά νέα είναι ότι η υπέρβαση των διαγνώσεων κατάθλιψης και άγχους μετά την νόσηση από COVID-19 είναι βραχύβια και δεν παρατηρείται στα παιδιά.

Για την ηλικιακή ομάδα κάτω των 18 ετών, η ανάλυση σήμανε την λήξη του συνεγερμού: κατά τους 6 μήνες μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2, δεν είχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών της διάθεσης (λόγος κινδύνου 1,02 [95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,94-1,10]) ή αγχωδών διαταραχών (HR 1,00 [95% CI 0,94-1,06]).

Είναι καλό νέο επίσης το γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκε υπερβολική συχνότητα διαγνώσεων κατάθλιψης και άγχους στα παιδιά μετά από COVID-19, δήλωσε ο τελευταίος συγγραφέας Paul Harrison του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Το κακό νέο είναι ότι οι κίνδυνοι για τις περισσότερες από τις ασθένειες που μελετήθηκαν παρέμειναν αυξημένοι ακόμη και μετά τους 6 μήνες. Οι μόνες εξαιρέσεις ήταν η εγκεφαλίτιδα, το σύνδρομο Guillain-Barré, οι νόσοι των νεύρων, των νευρικών ριζών και των πλεγμάτων και η νόσος του Πάρκινσον, των οποίων οι λόγοι κινδύνου (HR) δεν ήταν πλέον σημαντικοί (πάνω από 1).

Όμως η διάρκεια της αύξησης του κινδύνου και ο χρόνος που πέρασε μέχρι η συχνότητα εμφάνισης να είναι και πάλι συγκρίσιμη και στις δύο ομάδες διέφεραν σημαντικά. Ο κίνδυνος γνωστικών ελλειμμάτων (συμπεριλαμβανομένης της θόλωσης της συνείδησης ή της εγκεφαλικής ομίχλης), άνοιας, ψυχωσικών διαταραχών και επιληψίας ή επιληπτικών κρίσεων εξακολουθούσε να είναι ελαφρώς αυξημένος στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης 2 ετών.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι σε ασθενείς με διάμεση ηλικία 18-64 ετών, η συχνότητα εμφάνισης γνωστικών ελλειμμάτων 2 χρόνια μετά τη μόλυνση με COVID-19 ήταν 6,39% (95% CI 5,88-6,89), ενώ στην ομάδα ελέγχου με άλλες νόσους τηες αναπνευστικής οδού ήταν μόνο 5,50 (5,12-5,88).

Σε ενήλικες άνω των 65 ετών, η επίπτωση της άνοιας ήταν 4,46% (95-% CI 4,19-4,73) μετά από λοίμωξη με COVID-19 και 3,34% (3,08-3,61) μετά από άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις. Αυτό ισοδυναμεί με 446 περιπτώσεις ανά 10.000 έναντι 334.

Ο Maxime Taquet του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης σχολίασε: "Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα τσουνάμι περιπτώσεων". Δεδομένων όμως των σοβαρών συνεπειών της διάγνωσης της άνοιας, είναι δύσκολο να αγνοηθούν αυτά τα στοιχεία.

Πηγές:
The Lancet Psychiatry

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ο διπλός "Μαραθώνιος" των παιδιάτρων της Β. Ελλάδας με...τερματισμό τη Μαδαγασκάρη
Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ψηφιακή Δεκαετία
Πασχαλινές δραστηριότητες για όλη την οικογένεια