Ο σίδηρος είναι βασικό στοιχείο πολλών ενζύμων, που μετέχουν στο μεταβολισμό και χωρίς αυτόν η μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς μέσω της αιμοσφαιρίνης καθίσταται αδύνατη. Παρά τον χρήσιμο ρόλο του στον οργανισμό ωστόσο, το σώμα πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του από τον ελεύθερο σίδηρο, διότι μετέχει σε χημικές αντιδράσεις που παράγουν ελεύθερες ρίζες. Η περίσσια του σιδήρου αποθηκεύεται στους ιστούς με τη μορφή δεσμευτικών συμπλόκων πρωτεϊνών, όπως η φεριτίνη και η αιμοσιδηρίνη. Η φερριτίνη αποτελεί επίσης και πρωτεΐνη οξείας φάσεως που αυξάνει επί υπάρξεως φλεγμονής στον οργανισμό. 

Στην κλινική πράξη, η πτώση της φερριτίνης αποτελεί ένα από τα πιο συχνά παθολογικά προβλήματα. Αρνητικό ισοζύγιο σιδήρου μπορεί να προκληθεί από μειωμένη πρόσληψη σιδήρου, αυξημένη απώλεια σιδήρου ή αυξημένες ανάγκες σε σίδηρο. Η αυστηρή φυτοφαγία, η λήψη φαρμάκων (π.χ. αντιόξινα), νοσήματα που προκαλούν μειωμένη απορρόφηση σιδήρου όπως είναι καταστάσεις δυσαπορρόφησης, ατροφική γαστρίτιδα, αποτελούν κοινές αιτίες ελαττωμένης πρόσληψης σιδήρου. Αυξημένη απώλεια σιδήρου προκαλείται κυρίως από παθολογικά νοσήματα που προκαλούν απώλειες σιδήρου από το γαστρεντερικό σύστημα (π.χ. έλκος στομάχου, αιμορροΐδες, καρκινώματα εντέρου) ή παθολογικά προβλήματα που προκαλούν απώλειες από το ουροποιογεννητικό σύστημα όπως είναι τα ινομυώματα μήτρας, οι όγκοι ουροδόχου κύστεως, η παροξυσμική νυχτερινή αιμοσφαιρινουρία. Αυξημένες ανάγκες και κατανάλωση σιδήρου έχουμε σε κύηση, ιδιοπαθείς καταστάσεις πλούσιας εμμήνου ρήσεως αλλά και σε παθολογικές καταστάσεις όπως είναι η πνευμονική αιμοσιδήρωση. Στο περιφερικό αίμα εμφανίζεται αναιμία, υποχρωμάτωση, εικόνα μικροκυττάρωσης με αποτέλεσμα την πτώση του αιματοκρίτη, της αιμοσφαιρίνης, των δεικτών MCH, MCHC, MCV.Στη σιδηροπενική αναιμία με χαμηλή φερριτίνη δεν υπάρχουν πάντοτε συμπτώματα. Τα συμπτώματα εάν υπάρχουν είναι ωχρότητα, ατονία, αδυναμία, κόπωση, μειωμένη απόδοση, δύσπνοια, κεφαλαλγία. Σπανιότερα εύθρυπτα νύχια, κοιλονυχία, χειλίτιδα, στοματίτιδα, γλωσσίτιδα, δυσφαγία, νευραλγίες.

Η παθολογική αύξηση της φεριτίνης του αίματος είναι σπανιότερη. Προέρχεται κυρίως από νοσήματα και καταστάσεις, που προκαλούν αύξηση του σιδήρου του σώματος, ανάπτυξη φλεγμονής ή καταστροφή ιστών με πλούσιες αποθήκες. Στην υπερφόρτωση με σίδηρο (π.χ. πρωτοπαθής αιμοχρωμάτωση, μεταγγίσεις) δημιουργείται εναπόθεση σιδήρου σε ιστούς και δυσλειτουργία του οργάνου, ανάλογα με τον ιστό εναπόθεσης.

Σε περιπτώσεις φλεγμονής (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, λοιμώξεις, ορισμένα καρκινώματα), εκλύονται φλεγμονώδεις παράγοντες οι οποίοι δρουν στον κύκλο του σιδήρου, με αποτέλεσμα την αύξηση της φεριτίνης στο αίμα. Σε καταστροφή ιστών πλούσιων σε σιδηραποθήκες, η φερριτίνη απελευθερώνεται στο αίμα (π.χ. οξεία και χρόνια ηπατίτιδα).

Η σωστή παθολογική εξέταση έχει κομβική σημασία στη σωστή διαφορική διάγνωση και θεραπεία της αυξημένης φερριτίνης.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Γνωστοί γιατροί απροστάτευτοι απέναντι σε "φαντομάδες" του Διαδικτύου
Πρόγραμμα "Προλαμβάνω": Έρχονται προληπτικές εξετάσεις για καρδιά και παχύ έντερο
Εντοπίστηκαν 50 νέες περιοχές του γονιδιώματος που συνδέονται με κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στα νεφρά