Αγγλικός όρος

elixir

Ορισμός

Ένα γλυκασμένο, αρωματικό, υδροαλκοολικό υγρό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή από του στόματος φαρμάκων. Τα ελιξηρια αποτελούν μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές φαρμακευτικών παρασκευασμάτων που λαμβάνονται από του στόματος σε υγρή μορφή.

Ετυμολογία

[Λατ. από το Αραβικό al- iksir, λίθος των σοφών]