Αγγλικός όρος

snake

Ορισμός

Ερπετό το οποίο φέρει φολίδες και δεν διαθέτει άκρα, εξωτερικά αυτιά και λειτουργικά βλέφαρα. Στα δηλητηριώδη φίδια, το δηλητήριο παράγεται σε δηλητηριώδη αδένα, ο οποίος συνδέεται μέσω σωλήνα ή αύλακας με δηλητηριώδη αιχμηρά, επιμήκη δόντια, που βρίσκονται στην άνω σιαγόνα. Στις HΠΑ, στα δηλητηριώδη φίδια συγκαταλέγονται τα coral snakes (Elapidae), copperhead (Agkistrodon contortrix), water moccasin ή cottonmouth (Agkistrodon piscivorus), και ο κροταλίας, ο οποίος απαντά σε 15 είδη. Όλα, εκτός των coral snake, ανήκουν στις pitviper, καθώς διαθέτουν ένα αισθητήριο κοίλωμα μεταξύ του ματιού και του ρουθουνιού.

Βλ.: Εικόνα χ. bite δήγμα φιδιού

Ετυμολογία

[Μεσ. Αγγλ.]