Αγγλικός όρος

viscosity

Ορισμός

1. H κατάσταση του να είναι κάποιος κολλώδης ή γλοιώδης.
2. H αντίσταση ενός υγρού σε οποιαδήποτε αλλαγή του σχήματος ή της σχετικής θέσης των μορίων του εξαιτίας των ισχυρών έλξεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους.

Ετυμολογία

Λατ. viscocus, ιξώδης

Υπώνυμος όρος

specific viscosity