Αγγλικός όρος

electrolyte

Ορισμός

1. Διάλυμα που άγει τον ηλεκτρισμό.

2. Μια ουσία η οποία, σε διάλυμα, άγει το ηλεκτρικό ρεύμα και αποσυντίθεται από τη διέλευσή του. Τα οξέα, οι βάσεις και τα άλατα αποτελούν συνήθεις ηλεκτρολύτες.

3. ποντισμένο άλας στο αίμα, στα υγρά των ιστών και στα κύτταρα. Τα άλατα αυτά περιλαμβάνουν το νάτριο, το κάλιο και το χλώριο.

Ετυμολογία

[" + fytos, λυτός]

Υπώνυμος όρος

amphoteric electrolyte
fecal electrolytes