Αγγλικός όρος

iris

Ορισμός

Η έγχρωμη συσταλτή μεμβράνη που βρίσκεται μεταξύ του επιπεφυκότα και των φακών στο υδατοειδές υγρό του οφθαλμού, που διαχωρίζει το πρόσθιο από το οπίσθιο διαμέρισμα του οφθαλμού και διατιτραίνεται στο κέντρο από την κόρη. Με την συστολή και την διαστολή ρυθμίζει το ποσό του φωτός που εισέρχεται στον οφθαλμό.

ΑΝΑΤΟΜΙΑ: Τα ελεύθερα έσω άκρα ακουμπούν στους φακούς όταν η κόρη συστέλλεται ή διαστέλλεται εν μέρει. Η ίριδα διαθέτει δύο ομάδες λείων μυικών ινών, τον σφικτήρα της κόρης (ακτινωτές ίνες), πλάτους γύρω στο 1 mm, και του διαστολέα της κόρης (ίνες με διάταξη στον μεσημβρινό) που εκτείνονται από τον σφικτήρα της κόρης μέχρι το έξω χείλος της ίριδας. Ο πρώτος νευρώνεται από το οφθαλμοκινητικό νεύρο μέσω παρασυμπαθητικών ινών που χορηγούνται από το ακτινοειδές γάγγλιο και συστέλλει την κόρη. Ο δεύτερος νευρώνεται από συμπαθητικές ίνες από το άνω τραχηλικό γάγγλιο και διαστέλλει την κόρη. Το χρώμα της ίριδας εξαρτάται από την χρωστική στα κύτταρα του στρώματος και στα κύτταρα των αμφιβληστροειδικών στοιβάδων.

Ωστόσο, το χρώμα μπορεί να αλλάξει λόγω κάποιων φαρμάκων.

Ετυμολογία

[Ελλ.]

Υπώνυμος όρος

iris bombe
chromatic asymmery of iris
piebald iris