Αγγλικός όρος

cataract

Ορισμός

Αδιαφάνεια του φακού του οφθαλμού, η οποία προκύπτει συνήθως ως το αποτέλεσμα της γήρανσης, τραύματος, ενδοκρινών ή μεταβολικών παθήσεων, ενδοφθάλμιων παθήσεων, ή ως παρενέργεια της χρήσης καπνού ή ορισμένων φαρμάκων όπως τα στεροειδή. Οι καταρράκτες είναι η πιο κοινή αιτία τύφλωσης στους ενήλικες.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Αρχικά, αλλοιώνεται η όραση, ιδιαίτερα κατά τη νυχτερινή οδήγηση, ή στο πολύ έντονο φως λόγω φωτοευαισθησίας (φωτοφοβίας). Καθώς ο καταρράκτης εξελίσσεται, αναπτύσσεται έντονη ελάττωση της όρασης.

ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Μετά την ηλικία των 65, το 90% όλων των ενηλίκων έχουν καταρράκτες.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η χειρουργική αφαίρεση του φακού είναι η μόνη αποτελεσματική θεραπεία. Στις ΗΠΑ πραγματοποιούνται περίπου ένα εκατομμύριο επεμβάσεις καταρράκτη ετησίως. Τυπικά, αφαιρούνται ο φακός και η πρόσθια κάψα του, αφήνοντας στη θέση της την οπίσθια κάψα του φακού. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπέρηχοι για τη θραύση του καταρράκτη (διαδικασία η οποία καλείται φακογαλακτωματοποίηση) έτσι ώστε τα σωματίδια του φακού να μπορούν να απομακρυνθούν μέσω μικροσκοπικής τομής και να εισαχθεί ενδοφθάλμιος φακός. Το βλέφαρο επαλείφεται με φάρμακα ώστε να λειτουργήσει ως παροδικό επίρραμα για τις πρώτες 8 μετεγχειρητικές ώρες.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Προεγχειρητικά: Επεξηγείται η διαδικασία στον ασθενή. Πραγματοποιείται αντισηπτικός καθαρισμός του προσώπου. Ενσταλάζονται μυδριατικές και κυκλοπληγικές σταγόνες προκειμένου να διασταλεί η κόρη και χορηγούνται ωσμωτικά διουρητικά για να ελαττωθεί η ενδοφθάλμια πίεση. Χορηγούνται αντιβιοτικά, ένα καταπραϋντικό και ένα τοπικό αναισθητικό.

Μετεγχειρητικά: Ο νοσηλευτής προσανατολίζει τον ασθενή στον περίγυρο και του μιλά σε τακτά διαστήματα για να ελαττώσει τις επιδράσεις της αισθητήριας αποστέρησης. Οποιοσδήποτε έντονος πόνος, ο οποίος μπορεί να υποδηλώνει αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης ή αιμορραγία, αυξημένη παροχέτευση, αιμορραγία ή πυρετός, εξετάζονται, τεκμηριώνονται και αναφέρονται. Χορηγούνται τα κατάλληλα αντιεμετικά και ο ασθενής καθοδηγείται σχετικά με τη χρήση των χορηγούμενων αναλγητικών. Πολλές φορές απαιτείται η τοποθέτηση επιθέματος για την προστασία του οφθαλμού μετά από την επέμβαση, παρότι δε χρησιμοποιείται τόσο συχνά όσο στο παρελθόν. Το επίθεμα ενδεχομένως να επιφέρει παροδική απώλεια της περιφερειακής όρασης, παρεμποδίζοντας την όραση από τον εγχειρισμένο οφθαλμό. Τόσο ο ασθενής όσο και η οικογένειά του διδάσκονται πώς να επιθεωρούν τον οφθαλμό για ερυθρότητα ή εφύγρανση και να αναφέρουν αυτές τις καταστάσεις όπως επίσης και φωτοφοβία ή ξαφνικές μεταβολές της όρασης, να ενσταλάζουν κολλύρια ως ενδείκνυται και να διατηρούν το οφθαλμικό επίθεμα και μάσκα όπως τους υποδεικνύεται (συνήθως για αρκετές εβδομάδες ιδιαίτερα κατά τον ύπνο).

Δραστηριότητες οι οποίες αυξάνουν την ενδοφθάλμια πίεση, όπως η άρση βαρών, το σκύψιμο και η ένταση κατά την αφόδευση, ή ο έντονος βήχας και το φτέρνισμα, πρέπει να αποφεύγονται. Οι έντονες δραστηριότητες πρέπει επίσης να αποφεύγονται για 6 ως 10 εβδομάδες ή για όσο έχει υποδειχθεί από τον οφθαλμίατρο. Η τήρηση των ακόλουθων συναντήσεων με τον οφθαλμίατρο είναι σημαντική. Πρέπει να φοριούνται σκούρα γυαλιά προκειμένου να αντισταθμιστεί η λάμψη. Εάν ο ασθενής πρόκειται να φορά φακούς επαφής, εξηγείται σε αυτόν, η σωστή εισαγωγή, αφαίρεση και φροντίδα τους, όπως και η ανάγκη επίσκεψης στον οφθαλμίατρο συχνά για την αφαίρεση, καθαρισμό και επανεισαγωγή φακών μακράς χρήσης.

Ετυμολογία

[Λατ. cataracta]

Υπώνυμος όρος

capsular cataract
hypermature cataract
immature cataract
lenticular cataract
mature cataract
morgagnian cataract
nuclear cataract
overripe cataract
radiation cataract
ripe cataract
senile cataract
siliquose cataract
zonular cataract