Αγγλικός όρος

disaster

Ορισμός

Φυσικό ή ανθρωπογενές περιστατικό, όπως πλημμύρα, ανεμοστρόβιλος, σεισμός, δασική πυρκαγιά, κατάρρευση γέφυρας ή κτιρίων, ατύχημα πυρηνικού αντιδραστήρα, πόλεμος, τρομοκρατική επίθεση ή έκρηξη ή εκτροχιασμός τραίνου. Κατά τη διάρκεια και μετά από μια καταστροφή αυξάνεται η ανάγκη για επείγουσα εκκένωση και την παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Είναι σημαντικό για τα νοσοκομεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες να διαθέτουν ένα σχέδιο για την εσπευσμένη κινητοποίηση και χρήση των υπηρεσιών τους τις στιγμές εκείνες.

Ετυμολογία

[" + Λατ. astrum, αστέρι]

Υπώνυμος όρος

chemical disaster