Αγγλικός όρος

vagina

Ορισμός

Μυομεμβρανώδης σωλήνας που σχηματίζει τη δίοδο μεταξύ του τραχήλου της μήτρας και του αιδοίου.

ΑΝΑΤΟΜΙΑ: Στο ανώτερο τμήμα του ο τράχηλος χωρίζει τον κόλπο σε 4 μικρές καμάρες, που ονομάζονται θόλοι: δύο πλάγιους, ένα πρόσθιο κι έναν οπίσθιο. Η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα βρίσκονται μπροστά από το πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου και το ορθό πίσω από το οπίσθιο τοίχωμά του. Η κοιλότητα του κόλπου είναι δυνητική κοιλότητα. Τα τοιχώματά της βρίσκονται συνήθως σε επαφή. Στο σημείο ένωσής τους με τον τράχηλο τα τοιχώματα σχηματίζουν μια οριζόντια μηνοειδή δομή, στο μέσο τους μια δομή σχήματος Η, ενώ κοντά στο αιδοίο μια κάθετη σχισμή. Ο βλεννογόνος του κόλπου αποτελείται από πολύστοιβο πλακώδες επιθήλιο, που είναι πολύ ανθεκτικό στο μικροβιακό αποικισμό. Ο βλεννογόνος παρουσιάζει πτυχές και ο συνδετικός ιστός που περιβάλλει τον κόλπο είναι χαλαρός και επιτρέπειτη διάταση.
Ο κόλπος αιματώνεται από την κάτω κυστική αρτηρία, την κάτω αιμορρόίδική αρτηρία και τις αρτηρίες της μήτρας. Εκτός από την περιοχή κοντά στην είσοδο του κόλπου, ο κολπικός ιστός και βλεννογόνος περιέχουν ελάχιστες νευρικές απολήξεις. Ο κόλπος αποτελεί τη δίοδο για την διείσδυση του πέους, την υποδοχή του σπέρματος και την έκκριση της εμμήνου ρύσεως. Επιπλέον, αποτελεί το γεννητικό σωλήνα.

Πληθυντικός

vaginae, vaginas

Ετυμολογία

Λατ., έλυτρο

Υπώνυμος όρος

artificial vaginas
bulb of vaginas
vaginas fibrosa tendinis
foreign bodies in vaginas
vaginas masculina
vaginas mucosa tendinis
septate vaginas