Αγγλικός όρος

cochlea

Ορισμός

Ένας περιελιγμένος, κωνόσχημος σωλήνας, ο οποίος σχηματίζει τμήμα του έσω ωτός. Περιέχει το όργανο του Corti, τον υποδοχέα της ακοής.

Ο κοχλίας είναι εσπειραμένος, μοιάζοντας με το κέλυφος σαλιγκαριού και περιελίσσεται για 2 και στροφές γύρω από έναν κεντρικό, οστέινο άξονα, τον κεντρικό άξονα του κοχλία (modiolus). Προβάλλοντας προς τα έξω από τον κεντρικό άξονα του κοχλία, μια λεπτή οστέινη πλάκα, το εσπειραμένο έλασμα, διαιρεί μερικώς τον κοχλιακό αγωγό σε ένα ανώτερο πέρασμα, την αιθουσαία κλίμακα και ένα κατώτερο, την τυμπανική κλίμακα. Μεταξύ των δύο κλιμάκων, εντοπίζεται ο κοχλιακός αγωγός, στο δάπεδο του οποίου, βρίσκεται το εσπειραμένο όργανο (όργανο του Corti). Η βάση του κοχλία επικοινωνεί με την αίθουσα. Στο κύπελλο, ή άκρο, οι δυο κλίμακες ενώνονται στο ελικότρημα.
Βλ.: εικόνα

Ετυμολογία

[Ελλ kokhlos, κοχλός]