Αγγλικός όρος

creatine

Ορισμός

C4H9O2N3, άχρωμη, κρυσταλλική ουσία η οποία μπορεί να απομονωθεί από διάφορα ζωικά όργανα και σωματικά υγρά. Αντιδρά άμεσα με φωσφορικό, σχηματίζοντας φωσφοκρεατίνη (φωσφορική κρεατίνη), η οποία εξυπηρετεί ως πηγή φωσφορικών υψηλής ενέργειας, τα οποία απελευθερώνονται κατά την αναερόβια φάση της μυικής σύσπασης. Η κρεατίνη μπορεί να εντοπίζεται σε μεγαλύτερα ποσά στα ούρα των γυναικών σε σχέση με εκείνα των ανδρών. Η απέκκριση κρεατίνης αυξάνει κατά την εγκυμοσύνη και ελαττώνεται κατά τον υποθυρεοειδισμό.

Ετυμολογία

[Ελλ. kreas, κρέας]