Αγγλικός όρος

deafness

Ορισμός

Η πλήρης ή μερική απώλεια της ικανότητας της ακοής. Η ανεπάρκεια ενδέχεται να είναι προσωρινή ή μόνιμη. Περισσότεροι από 20 εκατομμύρια Αμερικανοί υποφέρουν από ανεπάρκεια ακοής· οι περισσότεροι είναι ηλικίας άνω των 65 ετών, αν και το 5% περίπου είναι παιδιά. Οι κληρονομικές μορφές της ανεπάρκειας ακοής προσβάλλουν περίπου 1 στα 2.000 νεογέννητα. Στον πληθυσμό αυτό, τα ελλείμματα ακοής ενδέχεται να μειώνουν την ικανότητα απόκτησης της γλώσσας και του λόγου. Η επίκτητη απώλεια της ακοής επηρεάζει τις ζωές του ήμισυ σχεδόν των ατόμων ηλικίας άνω των 80 ετών για τους οποίους φαίνεται να αποτελεί σημαντική αιτία κοινωνικής απομόνωσης ή κατάθλιψης.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η ανεπάρκεια ακοής έχει πολλαπλά αίτια. Η συγγενής κώφωση εμφανίζεται σε σύνδρομα όπως η νευροϊνωμάτωση ή το σύνδρομο Usher. Η τοξική κώφωση ενδέχεται να προκύψει από έκθεση σε παράγοντες όπως τα σαλικυλικά, τα διουρητικά ή τα αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά ή από λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος (μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα, σύφιλη) ή του όγδοου κρανιακού νεύρου. Στην απώλεια της ακοής μπορεί να συμβάλλουν αρκετοί ιοί αλλά και η παρατεταμένη ή επαναλαμβανόμενη έκθεση σε θορύβους του περιβάλλοντος. Η ωτοσκλήρυνση είναι ένα παράδειγμα αμφοτερόπλευρης βαρηκοΐας λόγω προϊούσας οστεοποίησης των δακτυλιοειδών συνδέσμων του ωτός. Η αιφνίδια βαρηκοΐα μπορεί να είναι αποτέλεσμα τραυματισμού του ωτός, συριγγίου, εγκεφαλικού επεισοδίου, έκθεσης σε φάρμακα, καρκίνου, πολλαπλής σκλήρυνσης, αγγειίτιδας, νόσου του Meniere και πολλές άλλων καταστάσεων. Δεν είναι σπάνιο, αλλά ενήλικοι ασθενείς με μονόπλευρη βαρηκοΐα τύπου αγωγιμότητας παρουσιάζουν ενσφήνωση κυψελίδας.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Απλές εξετάσεις παρά την κλίνη του ασθενούς, όπως η εκτίμηση της ικανότητας του ασθενούς να ακούει μια ψιθυριστή φράση ή τον ήχο των τραχύ ήχο των δακτύλων, μπορούν να υπονοούν ανεπάρκεια ακοής. Οι εξετάσεις με διαπασών που συγκρίνουν την αγωγή του ήχου στον αέρα και τα οστά βοηθούν τους κλινικούς ιατρούς να προσδιορίσουν εάν η βαρηκοΐα οφείλεται σε αίτια τύπου αγωγής ή νευροαισθητήρια. Η ακοομετρία προσφέρει οριστική διάγνωση.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Η θεραπεία εξαρτάται από την υποκείμενη κατάσταση. Για παράδειγμα, η ενσφήνωση κυψελίδας ανταποκρίνεται στον καταιονισμό του έξω ακουστικού πόρου, ενώ η ωτοσκλήρυνση ανταποκρίνεται στην τοποθέτηση ενδοωτιαίων προθέσεων Άλλες μορφές θεραπείας περιλαμβάνουν τη χρήση ακουστικών ενισχυτών ή κοχλιακών εμφυτευμάτων ή την εκπαίδευση στην ανάγνωση των χειλών ή της γλώσσας των νευμάτων.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οι ασθενείς μπορούν να προλάβουν τη βλάβη στην ακοή από τους εξαιρετικά δυνατούς ήχους με τη χρήση ηχομονωτικών ακουστικών βυσμάτων ή ωτοασπίδων όταν εκτίθενται σε δυνατούς θορύβους από οποιαδήποτε πηγή, ειδικότερα τους βιομηχανικούς θορύβους και αναγνωρίζοντας ότι η δυνατή μουσική μπορεί να είναι το ίδιο επιζήμια με τον θόρυβο ενός κομπρεσέρ. Οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν να καθαρίζουν το εσωτερικό των αυτιών τους ή να τοποθετούν αιχμηρά αντικείμενα εντός αυτών. Πολλά αντιβιοτικά και χημειοθεραπευτικά φάρμακα είναι ωτοτοξικά, γι αυτό όταν χρησιμοποιούνται τέτοια φάρμακα η αξιολόγηση της ακοής πρέπει να είναι συνεχής.

Όταν ένας επαγγελματίας υγείας έρχεται σε επαφή με κάποιο άτομο με έλλειμμα ακοής και προτού αρχίσει να ομιλεί, πρέπει να κάνει γνωστή την παρουσία του στον ασθενή είτε εξ όψεως είτε με ένα απαλό άγγιγμα. Προτού αρχίσει να ομιλεί το άλλο άτομο, ο θόρυβος του περιβάλλοντος εάν αυτό είναι δυνατόν, πρέπει να ελαττωθεί ή ο ασθενής να μετακινηθεί από τη θορυβώδη περιοχή. Το πρόσωπο του επαγγελματία της υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να φωτίζεται ώστε να μπορεί να βλέπει ο ασθενής τα χείλη και τις εκφράσεις. Ο επαγγελματίας υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να κοιτά κατά πρόσωπο τον ασθενή ή να είναι στραμμένος προς το αυτί με την καλύτερη ακοή ενώ δεν πρέπει να αποστρέφεται ενώ ομιλεί. Για να διευκολύνει την ανάγνωση των χειλών, πρέπει να χρησιμοποιεί μικρές λέξεις και απλές προτάσεις, ενώ πρέπει να ομιλεί καθαρά.

Συνώνυμο

hearing loss

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ.]

Υπώνυμος όρος

acoustic trauma deafness
acquired deafness
aviators deafness
bass deafness
central deafness
cerebral deafness
ceruminous deafness
conduction deafness
cortical deafness
hereditary deafness
high-frequency deafness
hysterical deafness
nerve deafness
nonsyndromic deafness
occupational deafness
ototoxic deafness
perceptive deafness
postlingual deafness
prelingual deafness
psychic deafness
pure word deafness
sensorineural deafness
tone deafness