Αγγλικός όρος

cystitis

Ορισμός

Φλεγμονή της ουροδόχου κύστης, η οποία προκαλείται συνήθως από ουρολοίμωξη. Μπορεί να προσβληθούν τα σχετιζόμενα όργανα (νεφρός, προστάτης, ουρήθρα). Αυτή η πάθηση μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Η κυστίτιδα χαρακτηρίζεται από έντονη ανάγκη διούρησης, συχνή διούρηση και πόνο. Αναφέρονται επίσης σπασμοί της ουροδόχου κύστης και περινεϊκός πόνος ή πληρότητα.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Τα αντιβιοτικά είναι χρήσιμα στη θεραπεία της λοίμωξης αλλά απαιτείται πιο οριστική θεραπεία, εάν η βασική αιτία, είναι ένας νεφρικός λίθος ή ένα ανατομικό ελάττωμα στην ουροποιητική οδό όπως μια απόφραξη.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Εξετάζεται ο ασθενής για πόνο, καύσο, συχνουρία, σπασμούς της ουροδόχου κύστης, ρίγη και πυρετό. Η ουροδόχος κύστη ψηλαφιέται και ανακρούεται για διαστολή. Παρακολουθούνται ο όγκος και η συχνότητα της διούρησης και ελέγχονται τα ούρα για θολερότητα και εκτεταμένη αιματουρία. Λαμβάνεται δείγμα με καθαρή σύλληψη ή καθετηριασμό και αποστέλλεται στο εργαστήριο για ανάλυση ούρων, καλλιέργεια και ελέγχους ευαισθησίας. Ενθαρρύνεται η λήψη υγρών προκειμένου να αραιωθούν τα ούρα και να ελαττωθεί ο πόνος κατά την κένωση. Εφαρμόζεται θερμότητα στην κατώτερη κοιλιακή χώρα προκειμένου να ελαττωθούν οι σπασμοί της ουροδόχου κύστης. Χορηγούνται αντισηπτικά ούρων, αναλγητικά και αντιβιοτικά και αξιολογούνται ως προς τη θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα καθώς και για ανεπιθύμητες δράσεις. Ο ασθενής προειδοποιείται ότι τα ουρογεννητικά αντισηπτικά όπως η υδροχλωρική φαιναζωπυριδίνη (Pyridium) θα χρωματίσουν τα ούρα ερυθροπορτοκαλόχροα και μπορεί να λεκιάσουν τα υφάσματα. Δίνεται έμφαση στη σημασία των ακόλουθων αναλύσεων ούρων και καλλιεργειών, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι το αίτιο της κυστίτιδας εξαλείφθηκε.

Ετυμολογία

[Ελλ. kystis, κύστη, + -itis, φλεγμονή]

Υπώνυμος όρος

interstitial cystitis