Αγγλικός όρος

dentistry

Ορισμός

1. O κλάδος της ιατρικής που αφορά στη φροντίδα των δοντιών και των σχετιζόμενων δομών της στοματικής κοιλότητας. Ασχολείται με την πρόληψη, τη διάγνωση και την αντιμετώπιση των νοσημάτωντων δοντιών και των ούλων.

2. Η τέχνη ή το επάγγελμα ενός οδοντιάτρου.

Υπώνυμος όρος


esthetic dentistry
forensic dentistry
four-handed dentistry
geriatric dentistry
hospital dentistry
operative dentistry
preventive dentistry
prosthodontic dentistry
public health dentistry