Αγγλικός όρος

rib

Ορισμός

Ένα εκ των διαδοχικών 12 ζευγών στενών, τοξοειδών οστών, τα οποία εκτείνονται πλάγια και προσθίως των πλευρών των θωρακικών σπονδύλων, σχηματίζοντας τμήμα του σκελετού του θώρακα. Με εξαίρεση τις ασύντακτες πλευρές, προσφύονται στο στέρνο μέσω πλευρικών χόνδρων.

Βλ.: εικόνα.

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. ribb]

Υπώνυμος όρος

abdorminal rib
asternal rib
bicipital rib
cervical rib
false rib
floating rib
lumbar rib
slipping rib
spring fracture of rib
sternal rib
true rib
vertebral rib
vertebrocostal rib
vertebrosternal rib