Αγγλικός όρος

testosterone

Ορισμός

Μια στεροειδής φυλετική ορμόνη που είναι υπεύθυνη για την αύξηση και ανάπτυξη των ανδρικών χαρακτηριστικών. Επηρεάζει άμεσα την ωρίμανση των ανδρικών αναπαραγωγικών οργάνων, την ανάπτυξη του σπέρματος μέσα στους όρχεις, την σεξουαλική παρόρμηση, τη σηραγγώδη λειτουργία του πέους, και τα δευτερογενή ανδρικά φυλετικά χαρακτηριστικά (τρίχες προσώπου, πυκνές φωνητικές χορδές, και ευδιάκριτη αρρενωπότητα). Επιπροσθέτως, συνδέεται με επιθετικές και αρπακτικές συμπεριφορές.

Η τεστοστερόνη παράγεται από τα κύτταρα Leydig στους όρχεις. Επίσης, έχει συντεθεί ως θεραπεία υποκατάστασης σε άρρενες με ανεπάρκειες των φυλετικών ορμονών (π.χ. άρρενες με υπογοναδικές καταστάσεις όπως το σύνδρομο Kleinefelter).

Η τεστοστερόνη επηρεάζει δυσμενώς ασθένειες του προστατικού αδένα, προάγοντας την αύξηση καλοήθους υπερπλασίας του αδένα και καρκινωμάτων του προστάτη. Και οι δυο αυτές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με θεραπείες αντιανδρογόνων. Σεξουαλικές συμπεριφορές αρπακτικού επίσης εξαρτώνται από την τεστοστερόνη και μπορούν να αντιμετωπισθούν με παρεμβάσεις που εμποδίζουν τις δράσεις της ορμόνης.

Ετυμολογία

[Λατ. testis, όρχις]