Αγγλικός όρος

olecranon

Ορισμός

Μια μεγάλη απόφυση της ωλένης, η οποία προβάλει πίσω από την άρθρωση του αγκώνα και δημιουργεί την οστέινη προεξοχή του αγκώνα. Στην αντιμετώπιση ενός κατάγματος του ωλέκρανου, είναι σημαντικό να προληφθούν οι συσπάσεις του τρικέφαλου μυός (για να αποφευχθεί ο διαχωρισμός των κατεαγώτων τμημάτων, κρεμώντας το χέρι με επίδεσμο από το λαιμό ή προσδένοντας το χέρι στο πλευρό). Τα θραύσματα μπορεί να απαιτούν σύνδεση με σύρμα.

Ετυμολογία

[Ελλ., αγκώνας]