Αγγλικός όρος

vegetarian

Ορισμός

Άτομο που δεν καταναλώνει κρέας ή σε ορισμένες περιπτώσεις κανένα ζωικό προϊόν. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το αν τα ψάρια, τα αυγά και/ή τα γαλακτοκομικά είναι αποδεκτά διατροφικά συστατικά. Οι χορτοφάγοι πρέπει να σχεδιάζουν προσεκτικά τα γεύματά τους, έτσι ώστε να προσλαμβάνουν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.

Ετυμολογία

από το vegetable, που επινοήθηκε το 1847 από την Κοινότητα Χορτοφάγων