Αγγλικός όρος

chromosome

Ορισμός

Ευθύγραμμη αλυσίδα αποτελούμενη από DNA (και συνδεόμενες με αυτό πρωτεΐνες), η οποία φέρει τη γενετική πληροφορία. Τα χρωμοσώματα χρωματίζονται έντονα με βασικές χρωστικές και είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτα κατά τη μίτωση. Ο φυσιολογικός διπλοειδής αριθμός χρωμοσωμάτων είναι σταθερός σε κάθε είδος. Για τους ανθρώπους, ο διπλοειδής αριθμός είναι46 (23 ζεύγη σε όλα τα σωματικά κύτταρα). Κατά το σχηματισμό των γαμετών (του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου), ο αριθμός μειώνεται στο ήμισυ (απλοειδής αριθμός), δηλαδή κάθε ωάριο και σπερματοζωάριο περιέχει 23 χρωμοσώματα. Από αυτά, τα 22 είναι σωματικά και ένα είναι φυλετικό χρωμόσωμα (Χ ή Υ). Κατά τη γονιμοποίηση, τα χρωμοσώματα του σπερματοζωαρίου ενώνονται με τα χρωμοσώματα του ωαρίου. Το φύλο του εμβρύου καθορίζεται από το σπερματοζωάριο. Το ωάριο συνεισφέρει πάντα ένα Χ χρωμόσωμα. Το σπερματοζωάριο μπορεί να συνεισφέρει ένα Χ ή ένα Υ χρωμόσωμα. Ένα έμβρυο με χρωμοσώματα ΧΧ θα είναι θήλυ. Ένα έμβρυο με χρωμοσώματα ΧΥ θα είναι άρρεν.

Ετυμολογία

[Ελλ.chroma,χρώμα + soma, σώμα]

Υπώνυμος όρος

accessory chromosome
banded chromosome
bivalent chromosome
homologous chromosome
Philadelphia chromosome
sex chromosome
somatic chromosome
X chromosome
Y chromosome