Αγγλικός όρος
elevation
Ορισμός
1. Μια υπερυψωμένη περιοχή, η οποία προβάλλει πάνω από τη γύρω περιοχή.
2. Η μετρώμενη απόσταση
πάνω από ένα σταθερό αντικείμενο, π.χ. η απόσταση από την επιφάνεια της θάλασσας ή πάνω από μια σταθερή ανατομική δομή.
3. Η ανύψωση
μιας φυσιολογικής μεταβλητής πάνω από το φυσιολογικό, π.χ. στην οφθαλμολογία, η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης πάνω από αυτό που θεωρείται
φυσιολογικό ή υγιές, στη βιοπαθολογία, η αύξηση ενός ηλεκτρολύτη ή μιας άλλης παραμέτρου του αίματος.
Υπώνυμος όρος
S- T segment elevation
tactile elevation