Αγγλικός όρος

airway

Ορισμός

1. Ο φυσιολογικός σωλήνας για την είσοδο και την έξοδο του αέρα από τους πνεύμονες.



2. Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να εμποδίσει ή να απελευθερώσει κάποια απόφραξη της αναπνευστικής οδού, ειδικά κατά την αναισθησία και την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.
Η διατήρηση των αεραγωγών είναι πολύ σημαντική για την διατήρηση της ζωής του ασθενούς. Σε μια επείγουσα κατάσταση, ειδικά όταν κάποιος ασθενής είναι αναίσθητος ή έχει αμφοτε-ρόπλευρο κάταγμα της κάτω γνάθου, υπάρχει μια σημαντική πιθανότητα η γλώσσα να έχει αποφράξει τον στοματοφάρυγγα. Μέθοδοι για την διάνοιξη των αεραγωγών περιγράφονται στην παράγραφο για την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση· τεχνική πρότασης του πώγωνα· πλαγίωση της κεφαλής· προώθηση της γνάθου· τραχειοτομία.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Εάν κάποιος ασθενής έχει τραυματισθεί από τις κλείδες και πάνω, θα πρέπει να γίνεται απόπειρα διάνοιξης των αεραγωγών μόνο με τον χειρισμό της προώθησης της γνάθου.

Υπώνυμος όρος

combitube airway, combitube
esophageal gastric tube airway
esophageal obturator airway
laryngeal mask airway
nasopharyngeal airway
orapharyngeal airway