Αγγλικός όρος

intoxication

Ορισμός

1. Δηλητηρίαση από ένα φάρμακο ή μία τοξική ουσία.

2. Επηρεασμένη γνωστική λειτουργία λόγω χρήσης αλκοολούχων ποτών. Στην καθομιλουμένη, μέθη.

Ο καθορισμός της περιεκτικότητας του αλκοόλ στο αίμα (π.χ. αιθυλική αλκοόλη ή του αλκοόλ που περιέχεται στα εμπορικά ποτά, όπως μπύρα, κρασί και ουίσκι) έχει σημασία στην διάγνωση της δηλητηρίασης από το αλκοόλ, ιδιαίτερα στην διαφοροποίηση από άλλες διαταραχές. Φυσιολογικά η περιεκτικότητα του αλκοόλ στα σωματικά υγρά και στους ιστούς είναι αμελητέα. Κατά την πέψη, το αλκοόλ απορροφάται γρήγορα ή αργά, ανάλογα με το ποσό που καταναλώθηκε, την παρουσία φαγητού στο στομάχι, το φύλο του ατόμου (οι γυναίκες μεθούν ευκολότερα με την ίδια ποσότητα κατανάλωσης αλκοόλ σε σχέση με τους άντρες), και τον ρυθμό της γαστρικής κένωσης. Το ποσοστό του αλκοόλ που ανευρίσκεται σε κάθε χιλιοστόλιτρο αίματος εξαρτάται επίσης από το μέγεθος του σώματος.

Το ποσό του αλκοόλ που βρίσκεται στο αίμα δεν παρέχει αξιόπιστες πληροφορίες για το επίπεδο της δηλητηρίασης λόγω της ικανότητας προσαρμογής του κεντρικού νευρικού συστήματος, του ήπατος και των άλλων οργάνων να προσαρμόζονται στο αλκοόλ.

Συνώνυμο

inebriation

Ετυμολογία

[Λατ. in, μέσα + Ελλ. toxicon, δηλητήριο]

Υπώνυμος όρος

ammonia intoxication
caffeine intoxication
water intoxication