Αγγλικός όρος

nyctalopia

Ορισμός

1. Αδυναμία καλής όρασης στο ημίφως ή κατά τη νύχτα Αυτή η κατάσταση παρατηρείται στη μελαγχρωοτική αμφιβληστροειδίτιδα και στη χοριοειδοαμφιβληστροειδίτιδα, ή μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης Α Το κάπνισμα μπορεί επίσης να ελαττώσει την ικανότητα νυκτερινής όρασης. Η υποξία η οποία σχετίζεται με την παραμονή πάνω από το επίπεδο της θάλασσας όπως πχ σε ένα αεροσκάφος θα προκαλέσει επίσης ελάττωση τηςνυχτερινής όρασης.

2.Εσφαλμένα χρησιμοποιούμενος όρος για να υποδηλώσει την ικανότητα καλύτερης όρασης κατά τη νύκτα ή το σούρουπο σε σχέση με την ημέρα.

Ετυμολογία

[" + alaos, τυφλός + ops, μάτι]