Αγγλικός όρος

trauma

Ορισμός

1. Ένας σωματικός τραυματισμός ή πληγή που προκαλείται από εξωτερική δύναμη ή βία. Μπορεί να προκληθεί από το ίδιο το άτομο. Στις ΗΠΑ, ο τραυματισμός είναι η κύρια αιτία θανάτου μεταξύ των ηλικιών 1 και 44 ετών. Επιπροσθέτως του θανάτου από τραυματισμό, υπάρχουν τουλάχιστον δύο περιστατικά μόνιμης αναπηρίας που προκαλείται από τραυματισμό. Οι κύριοι τύποι τραυματισμού περιλαμβάνουν αυτοκινητιστικά ατυχήματα, πτώσεις, εγκαύματα, πληγές από πυροβολισμό, και πνιγμό. Η πλειοψηφία θανάτων επέρχεται στις πρώτες ώρες ύστερα από το συμβάν.

2. Ένας συναισθηματικός ή ψυχολογικός κλονισμός που μπορεί να προκαλέσει διαταραγμένα συναισθήματα ή συμπεριφορά.

Πληθυντικός

traumata, traumas

Ετυμολογία

[Ελλ. trauma, πληγή]

Υπώνυμος όρος

acoustic trauma
birth trauma
occlusal trauma
psychic trauma
risk for trauma
toothbrush trauma