Της Εύας Καντιλάρη

Η κόντρα του Elon Musk και του Sam Altman ίσως μεταφερθεί σύντομα σε νέο πεδίο, καθώς πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times υποστηρίζει πως ο CEO της OpenAI ετοιμάζεται να επενδύσει σε μια εταιρεία, η οποία θα ανταγωνιστεί τη Neuralink του Musk, αναπτύσσοντας τεχνολογία που συνδέει τον ανθρώπινο εγκέφαλο με υπολογιστή.

Η νέα αυτή εταιρεία, η οποία φέρεται να ακούει στο όνομα Merge Labs βρίσκεται σε διαδικασία συγκέντρωσης κεφαλαίων με αποτίμηση 850 εκατ. δολαρίων, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, μεγάλο μέρος των οποίων αναμένεται να προέλθει από την OpenAI.

Μάλιστα, οι Financial Times υποστηρίζουν πως ο Altman όχι μόνο ενθάρρυνε την επένδυση, αλλά θα συμμετάσχει ο ίδιος στο λανσάρισμα του πρότζεκτ.

Τι ακριβώς όμως είναι οι διεπαφές εγκεφάλου - υπολογιστή (Brain Computer Interfaces - BCIs), τα συστήματα δηλαδή στα οποία φαίνεται να ποντάρουν οι δισεκατομμυριούχοι της Silicon Valley; Τι κινδύνους ενέχει στην πραγματικότητα το «όνειρο» του ελέγχου των μηχανών μόνο με τη σκέψη;

Τι είναι οι διεπαφές εγκεφάλου - υπολογιστή

Σύμφωνα με το Quantum Zeitgeist ως διεπαφές εγκεφάλου –υπολογιστή ορίζονται τα συστήματα που επιτρέπουν στους ανθρώπους να ελέγχουν εξωτερικές συσκευές ή να επικοινωνούν χρησιμοποιώντας μόνο τα εγκεφαλικά τους σήματα. Αυτή η τεχνολογία βασίζεται στην ανίχνευση και ανάλυση της νευρωνικής δραστηριότητας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω διαφόρων μεθόδων, όπως το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG), η μαγνητοεγκεφαλογραφία (MEG), η λειτουργική φασματοσκοπία εγγύς υπέρυθρου (fNIRS) ή οι επεμβατικές μέθοδοι με τη χρήση ηλεκτροδίων που εμφυτεύονται απευθείας στον εγκέφαλο.

Όπως σημειώνεται πρόκειται για μια τεχνολογία που έχει τη δυνατότητα να φέρει την επανάσταση στη θεραπεία περιπτώσεων, όπως η παράλυση, το ALS και τα εγκεφαλικά επεισόδια μεταξύ άλλων.

Παρόλο που στο πρώτο άκουσμα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι πρόκειται για μια πρόσφατη τεχνολογική εξέλιξη, οι "ρίζες" των BCIs εντοπίζονται περίπου έναν αιώνα πριν. Φυσικά, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανακάλυψη του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (EEG) το 1924, γεγονός που συνέβαλε στην έρευνα πάνω στην ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες, όπως αναφέρει το Works in Progress Magazine.

Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσίευμα του NBC ο όρος «διεπαφή εγκεφάλου –υπολογιστή» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον επιστήμονα Jacques Vidal σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε το 1973 από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Λος Άντζελες). Ο Vidal ονειρευόταν ότι στο μέλλον τα ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου θα μπορούσαν να καταγραφούν, να αποκωδικοποιηθούν και να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο προσθετικών μελών και άλλων συσκευών.

Τα χρόνια που ακολούθησαν η εξέλιξη της τεχνολογίας ήταν ραγδαία, ενώ σήμερα οι διεπαφές εγκεφάλου – υπολογιστή χωρίζονται όπως επισημαίνει το Quantum Zeitgeist στις κατηγορίες των επεμβατικών διεπαφών (invasive BCIs), των ημι-επεμβατικών διεπαφών (partially invasive BCIs) και των μη επεμβατικών διεπαφών (non-invasive BCIs).

Οι επεμβατικές διεπαφές εγκεφάλου-υπολογιστή περιλαμβάνουν την εμφύτευση ηλεκτροδίων απευθείας στον εγκέφαλο για την καταγραφή της νευρωνικής δραστηριότητας, ενώ οι ημι-επεμβατικές διεπαφές περιλαμβάνουν την τοποθέτηση ηλεκτροδίων στο κρανίο, αλλά όχι απευθείας στον εγκέφαλο.

Από την άλλη, στις μη επεμβατικές διεπαφές εγκεφάλου - υπολογιστή χρησιμοποιούνται εξωτερικοί αισθητήρες για την καταγραφή της νευρωνικής δραστηριότητας από το κρανίο ή άλλα μέρη του σώματος.

Όσον αφορά τις επεμβατικές διεπαφές εγκεφάλου-υπολογιστή, το πρώτο επεμβατικό BCI σύμφωνα με το NBC News εμφυτεύτηκε σε άνθρωπο στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κατά τη διάρκεια μιας έρευνας που διεξήχθη υπό την ηγεσία του πρωτοπόρου νευρολόγου Phil Kennedy. Η ιδέα ήταν ότι αυτές οι συσκευές θα μπορούσαν να συνδεθούν με τα εγκεφαλικά κυκλώματα που παρέμειναν άθικτα μετά από έναν τραυματισμό, προκειμένου να εκτελούν βασικές κινήσεις και λειτουργίες.

Έπειτα, το 2004, μια μικροσκοπική συσκευή γνωστή ως το Utah array εμφυτεύτηκε για πρώτη φορά σε άνθρωπο, επιτρέποντας σε έναν παράλυτο άνδρα να ελέγχει τον κέρσορα ενός υπολογιστή με τις νευρικές του ωθήσεις.

Η συσκευή, που εφευρέθηκε από τον Richard Normann στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, μοιάζει με ένα μικρό chip με λεπτές ακίδες που στην πραγματικότητα είναι δεκάδες μικροσκοπικά ηλεκτρόδια. Η συσκευή σχεδιάστηκε για να συνδέεται με το κρανίο μέσω μιας οπής στο δέρμα, όπως επισημαίνει το NBC News.

Τα chips εγκεφάλου της Neuralink

Οι πρόσφατες σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης και των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή εγκεφαλικών σημάτων έχουν δημιουργήσει σύμφωνα με το Technology Magazine εντελώς νέες δυνατότητες για τις διεπαφές εγκεφάλου –υπολογιστή.

Όπως τονίζει το δημοσίευμα, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Neuralink είναι η εταιρεία που ηγείται στην "αγορά", ενώ υπάρχει μια σειρά από νεοσύστατες εταιρείες όπως η Precision Neuroscience και η Synchron που προσπαθούν να τη φτάσουν.

H Neuralink, η οποία ιδρύθηκε το 2016 από τον Elon Musk, έχει δημιουργήσει ένα chip που ονομάζεται "N1". Σύμφωνα με το Forbes το chip έχει το μέγεθος ενός κέρματος, ενώ πρόκειται για μια επεμβατική διεπαφή εγκεφάλου-υπολογιστή, όπου μικροσκοπικά νήματα που περιέχουν ηλεκτρόδια εισάγονται από χειρουργό με τη βοήθεια ενός ρομπότ - το "R1 Robot"- σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου για την καταγραφή της δραστηριότητάς του.

Όταν το N1 εμφυτεύεται στον εγκέφαλο -για παράδειγμα, στο τμήμα που ελέγχει το χέρι- και οι νευρώνες ενεργοποιούνται σε αυτή την περιοχή, τότε τα σήματα μπορούν να μεταδοθούν σε έναν υπολογιστή.

Noland Arbaugh ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έλαβε το chip της Neuralink τον Ιανουάριο του 2024, ενώ μέχρι σήμερα σύμφωνα με το Euronews συνολικά 9 άνθρωποι έχουν λάβει το chip της εταιρείας.

Τον Ιούνιο η Neuralink "σήκωσε" ένα νέο γύρο χρηματοδότησης ύψους 650 εκατ. δολαρίων, όπως καταγράφει το Reuters, με την εταιρεία να δηλώνει πως τα νέα κεφάλαια θα τη βοηθήσουν να φέρει την τεχνολογία της σε "περισσότερους ανθρώπους, αποκαθιστώντας την ανεξαρτησία όσων οι ιατρικές ανάγκες δεν έχουν ακόμα καλυφθεί, διευρύνοντας παράλληλα τα όρια του εφικτού για τις διεπαφές εγκεφάλου".

Πού κρύβεται το ρίσκο

Πράγματι, μπορεί η ίδια η εταιρεία να θέλει να «σπρώξει» τα όρια του εφικτού, όμως ειδικά από τότε που πραγματοποίησε την πρώτη της εμφύτευση σε άνθρωπο, δεν είναι λίγοι όσοι έχουν επισημάνει τα ρίσκα που συνδέονται με την τεχνολογία της.

Για παράδειγμα, το Forbes υπογραμμίζει ότι οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν τις πιθανές επιπλοκές κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης, τις λοιμώξεις, τη διάρκεια ζωής της συσκευής, τα ανοσολογικά προβλήματα, καθώς το σώμα μπορεί να απορρίψει την ξένη συσκευή, καθώς και τις ευρύτερες πιθανές επιπτώσεις στον εγκέφαλο.

Επιπλέον, επειδή οι συσκευές της Neuralink διαβάζουν και ερμηνεύουν εγκεφαλικά σήματα, το Forbes επισημαίνει ότι κατά συνέπεια εγείρονται ερωτήματα τόσο σχετικά με την αποθήκευση και την προστασία των δεδομένων όσο και σχετικά με την πιθανότητα παραβίασης και κατάχρησης τους.

Συγχρόνως, το Quantum Zeitgeist τονίζει ότι υπάρχουν επίσης ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα χρήσης των BCI με τρόπους που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την αυτονομία των χρηστών, όπως μέσω της χρήσης τεχνικών νευροδιέγερσης με σκοπό τον επηρεασμό της λήψης αποφάσεων.

«Οι διεπαφές εγκεφάλου-υπολογιστή είναι είτε το επόμενο μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα είτε ο πιο γρήγορος τρόπος για να καταστρέψεις κατά λάθος τη συνείδησή σου», ανέφερε χαρακτηριστικά σε δηλώσεις του στο Technology Magazine ο Farhan Latif, Account Executive στην Ooma.

ΠΗΓΗ: Euro2day

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Λάρισα: Ανοικτή συζήτηση κατά της διάλυσης της Παιδιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου
Προχωρημένες επαφές για πώληση της Innovis Pharma
Πρώτη προκήρυξη για 53 μόνιμους ψυχιάτρους του Εθνικού Δικτύου Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (ΕΔΥΨΥ)