Αγγλικός όρος

ultrasound

Ορισμός

Ήχος μη ακουστός από το ανθρώπινο αυτί, με συχνότητα από 20.000 έως 10' κύκλους/sec περίπου. Η ταχύτητα των υπερήχων μεταβάλλεται ανάλογα με την πυκνότητα και την ελαστικότητα του υλικού μέσα στο οποίο κινούνται. Αυτή η ιδιότητα επιτρέπει τον καθορισμό του σχήματος των διαφόρων οργάνων και ιστών στο ανθρώπινο σώμα. Στη γυναικολογία π.χ. η ακριβής εντόπιση και ο καθορισμός του μεγέθους του εμβρύου, του πλακούντα και του ομφάλιου λώρου επιτρέπει την εκτίμηση της ηλικίας της κύησης, της διάγνωσης ορισμένων συγγενών ανωμαλιών και του εμβρυϊκού θανάτου, ενώ τέλος διευκολύνει μια σειρά από διαγνωστικές εξετάσεις, όπως την αμνιοκέντηση. Επιπλέον, οι υπέρηχοι χρησιμοποιούνται στη θεραπεία μυοσκελετικών βλαβών. Η θερμότητα που παράγουν θερμαίνει τον ιστό, ενώ παράλληλα βελτιώνει την ελαστικότητά του και την αιματική ροή. Οι υπέρηχοι χρησιμοποιούνται ακόμα για τη διευκόλυνση της μετακίνησης διαφόρων ουσιών (π.χ. αναλγητικών) από το αίμα στους ιστούς (φωνοφόρηση), ενώ σε συνδυασμό με ηλεκτρικά ερεθίσματα διεγείρουν τους μύες. Η χρήση τους ωστόσο απαιτεί ειδικό εξοπλισμό.

Υπώνυμος όρος

A-mode ultrasound
B-mode ultrasound
continuous wave Doppler ultrasound
duplex Doppler ultrasound
endobronchial ultrasound
endovaginal ultrasound
intravascular ultrasound
M-mode ultrasound
pelvic ultrasound
pulsed-wave Doppler ultrasound, pulsed Doppler ultrasound
quantitative ultrasound
real-time ultrasound
time-motion mode ultrasound