Ταγαρά Σοφία-ειδικευόμενη ιατρός

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σήμερα μείζον πρόβλημα υγείας στο δυτικό κόσμο, ώστε να θεωρείται πανδημία.

Είναι ένα κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία (αύξηση του σακχάρου στο αίμα) και οφείλεται σε μειωμένη έκκριση και/ή δράση της ινσουλίνης.

Διακρίνεται σε:

  •  Ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ο οποίος εμφανίζεται συνήθως στην παιδική ηλικία ή την εφηβεία και χαρακτηρίζεται από καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος, προκαλώντας ένδεια ινσουλίνης και
  • Μη ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ο οποίος συναντάται σε ασθενείς άνω των 30 ετών, αλλά διαγιγνώσκεται επίσης σε παιδιά και εφήβους. Συνήθως συνοδεύεται από παχυσαρκία. Σ’ αυτή την περίπτωση η υπεργλυκαιμία οφείλεται τόσο σε διαταραχή της έκκρισης ινσουλίνης όσο και στην μειωμένη δραστικότητα της ινσουλίνης (αντίσταση στην ινσουλίνη).

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 είναι μία χρόνια αυτοάνοση νόσος που πιστεύεται ότι προκαλείται από μη γενετικούς, περιβαλλοντικούς δηλαδή παράγοντες (ιογενείς, διαιτητικούς) σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα ξεκινώντας από μία ανοσολογική διεργασία που καταλήγει στην προοδευτική απώλεια των β-κυττάρων.

Σύμφωνα με μελέτες η αυτοανοσία μπορεί να αρχίζει ακόμη και 7-10 χρόνια, μέχρι να παραμείνει περίπου στο10 % της μάζας των β-κυττάρων και να εκδηλωθεί κλινικά η νόσος. Γι’ αυτό τον λόγο και η νόσος είναι σπάνια πριν από την ηλικία των 3 μηνών και κορυφώνεται σε ότι αφορά την επίπτωσή της ανάμεσα στις ηλικίες των 5 και 15 χρόνων.

Μπορεί όμως να προβλεφθεί ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1;

Σήμερα έχουμε την δυνατότητα να απαντήσουμε στο βασανιστικό αυτό ερώτημα που απασχολεί πολλούς γονείς, με ακρίβεια που ξεπερνά το 90% σε ορισμένες περιπτώσεις σχετικά με τις πιθανότητες που υπάρχουν να νοσήσει το παιδί τους από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.

Αυτό γίνεται, εκτός από το οικογενειακό ιστορικό, με την διενέργεια ειδικών εξετάσεων για γενετικούς, ανοσολογικούς και μεταβολικούς δείκτες, ακόμη και αν το παιδί δεν έχει στενό βαθμό συγγένειας με κάποιον ασθενή.

Έχει υπολογιστεί ότι περίπου το 85-90% των ασθενών προέρχεται από οικογένειες χωρίς προηγούμενο ιστορικό σακχαρώδης διαβήτη τύπου 1.

Τα συνήθη κλινικά συμπτώματα είναι πολυουρία, πολυδιψία, απώλεια βάρους παρά την φυσιολογική ή ακόμα και αυξημένη όρεξη (πολυφαγία), μυϊκή αδυναμία και κόπωση.

Η έναρξη της νόσου είναι αιφνίδια και συνήθως γίνεται αντιληπτή όταν παρουσιαστεί διαβητική κετοξέωση, μία ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση για την ζωή του ασθενούς που εκδηλώνεται με πολυουρία, ναυτία, εμετούς και κοιλιακό άλγος, ιδιαίτερα στα παιδιά, μιμούμενη οξεία χειρουργική κοιλία.

Σ’ αυτή την περίπτωση απαιτείται άμεση θεραπεία και συγχρόνως αναζήτηση κάποιας οξείας φλεγμονής.

 Η θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1 συνίσταται στην χορήγηση ινσουλίνης. Η ινσουλίνη χορηγείται σχεδόν αποκλειστικά υποδόρια. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιούνται σήμερα περιέχουν ανθρώπινη ινσουλίνη, η οποία παράγεται με την τεχνολογία του ανασχεδιασμένου DNA.

Οι ινσουλίνες διακρίνονται σε: 

  • Υπερταχείας έναρξης και πολύ βραχείας δράσης
  • Ταχείας έναρξης και βραχείας δράσης
  •  Μέσης δράσης
  • Βραδείας έναρξης και παρατεταμένης δράσης
  •  Μίγματα ινσουλινών

Η ταχύτητα απορρόφησης της ινσουλίνης εξαρτάται από την θέση και την τεχνική της ένεσης, την τοπική αιματική ροή, το σκεύασμα και την δόση.

Η πυκνότητα του δικτύου τριχοειδών είναι μεγαλύτερη στο κοιλιακό τοίχωμα σε σχέση με τον βραχίονα και το μηρό. Συνεπώς η ταχύτητα απορρόφησης είναι μεγαλύτερη στην κοιλιά σε σχέση με τις άλλες θέσεις.

Ο πιο αποτελεσματικός αλλά και πιο ακριβός τρόπος θεραπείας του σακχαρώδή διαβήτη τύπου 1 είναι η χρήση των αντλιών έγχυσης ινσουλίνης παρέχοντας ινσουλίνη σε συνεχή έκκριση μιμούμενη την βασική έκκριση της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα.

Οι αντλίες είναι 2 ειδών: εξωτερικές και εμφυτευόμενες.

Η θεραπεία με αντλία επιτρέπει καλό γλυκαιμικό έλεγχο βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενή προϋποθέτει όμως επαρκή εκπαίδευση και συνεχή επιτήρηση.

Τέλος η εμφάνιση της εισπνεόμενης ινσουλίνης λόγω της ευκολίας χρήσης γεννά ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον για τους ασθενείς με σακχαρώδή διαβήτη τύπου 1.

Διατροφικές συστάσεις

Το άτομο με διαβήτη έχει ακριβώς τις ίδιες διατροφικές ανάγκες όπως και ένα φυσιολογικό άτομο αναλόγου ηλικίας, φύλου, σωματικού βάρους κτλ. Είναι αναγκαίο να υπολογισθεί το ποσό των θερμίδων που χρειάζεται ο κάθε διαβητικός, το ποσοστό συμμετοχής κάθε κατηγορίας θρεπτικών ουσιών στην κάλυψη των θερμιδικών αναγκών (υδατάνθρακες 50-55%, πρωτεΐνες 10-20%, λίπος κεκορεσμένων <10%, πολυακόρεστα <7%) και η κατανομή της τροφής σε πολλά μικρά γεύματα, αποφεύγοντας έτσι τις μεγάλες διακυμάνσεις των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.

 Άσκηση

Η άσκηση είναι απαραίτητη για τον ασθενή με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, όχι τόσο για την βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου όσο και για τις προστατευτικές καρδιαγγειακές του επιδράσεις. Επιπλέον είναι αναγκαία για την σωματική και ψυχική ισορροπία του ατόμου αφού μην ξεχνάμε ότι συνήθως πρόκειται για παιδιά και εφήβους όπου η ανάγκη για ένταξη και συμμετοχή σε μια ομάδα είναι σημαντική, ωθούμενη από κοινωνικούς λόγους.

Αρκεί η οικογένεια και ο ίδιος ο ασθενής να εκπαιδεύονται σωστά για τις αλλαγές που πρέπει να κάνουν στην θεραπεία προκειμένου η άσκηση να είναι ασφαλής και με το μέγιστο όφελος για την υγεία του.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Mυοσκελετικές ενοχλήσεις: Ζεστό ή κρύο επίθεμα;
Ολοκληρώθηκε η εξαγορά της Gracell Biotechnologies Inc. από την AstraZeneca
Περίπου 1.000 παιδιά στην Ελλάδα κάτω των 16 ετών πάσχουν από Νεανικό Ρευματικό Νόσημα