Ιατρικό Λεξικό - Λήμματα από Ο

Βρέθηκαν 88 λήμματα

Οστεοαρθρίτιδα

Ένας τύπος αρθρίτιδας χαρακτηριζόμενος από προϊούσα εκφύλιση του χόνδρου στις διαρθρώσεις και στους σπονδύλους. Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τη γήρανση, την παχυσαρκία, την υπέρχρηση ή κατάχρη...

Οστεοκλάστη

1. Οστεοκλάστης, μια συσκευή για τη θραύση οστών με θεραπευτικούς σκοπούς.2. Oστεοκλάστη. Ένα γιγάντιο πολυπύρηνο κύτταρο που σχηματίζεται στο μυελό των αυξανόμενων οστών. Oι οστεοκλάστες εντοπί...

Οστεομαλακία

Ανεπάρκεια της βιταμίνης D στους ενήλικες, που έχει ως αποτέλεσμα έλλειμμα ή απώλεια των αλάτων του ασβεστίου, γεγονός που καθιστά τα οστά ολοένα και πιο μαλακά, εύκαμπτα, εύθρυπτα, και παραμορφωμένα....

Οστεομυελίτιδα

Φλεγμονή του οστού και του μυελού, η οποία προκαλείται συνήθως από λοίμωξη (και λιγότερο συχνά από ακτινοβολία ή άλλα αίτια). Εμφανίζεται συχνότερα σε μακρά οστά ή στη σπονδυλική στήλη.ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι ...

Οστεοπάθεια

1. Οστεοπάθεια, οποιαδήποτε νόσος των οστών.2. Oστεοπαθητική. Ένα σύστημα της ιατρικής που ιδρύθηκε από τον Dr. Andrew Taylor Still (1828-1917). Βασίζεται στη θεωρία ότι το ανθρώπινο σώμα είναι ...

Οστεοπόρωση

Απώλεια οστικής μάζας, σε όλο το εύρος του σκελετού, προδιαθέτοντας σε κατάγματα. Το υγιές οστό συνεχώς αναδιαμορφώνεται λαμβάνοντας δομικά υλικά από μια περιοχή και επισκευάζοντας άλλες. Στην ο...

Οστό

1. Οστίτης ιστός, ειδική μορφή πυκνού συνδετικού ιστού που αποτελείται από οστικά κύτταρα (οστεο-κύτταρα), στερεωμένα σε μια ανόργανη ουσία. Η οστική ουσία αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο, φωσφ...

Οστρακιά

Οξεία, μεταδοτική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από φαρυγγίτιδα και ερυθρά εξανθήματα και ερυθήματα. Προκαλείται από την Α ομάδα β-αιμολυτικών στρεπτοκόκκων και συνήθως προσβάλει παιδιά ηλικία...

Οσφυονωτιαία παρακέντηση

Η πρόσβαση στην υπαραχνοειδή χώρα του μηνιγγικού ασκού, κάτω από το άκρο του νωτιαίου μυελού, συνήθως στο επίπεδο του τέταρτου μεσοσπονδύλιου χώρου, με μια κοίλη βελόνα.Η επέμβαση εκτελείται για...

Ουδετεροπενικός πυρετός

Πυρετός που σχετίζεται με μη φυσιολογικά χαμηλό επίπεδο ουδετεροφίλων, συνήθως προκαλούμενο από λοίμωξη. Αυτή η κατάσταση θεραπεύεται με τη χρήση εμπειρικής αντιβιοτικής αγωγής εν αναμονή των απ...

Ουδός

1. Σημείο στο οποίο ξεκινά να παράγεται ένα ψυχολογικό ή φυσιολογικό αποτέλεσμα.2. Ένα μέτρο της ευαισθησίας ενός οργάνου ή λειτουργίας που αποκτάται με την εύρεση της χαμηλότερης τιμής του κατάλλη...

Ουλίτιδα

Λοίμωξη των ούλων που χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα, οίδημα και τάση προς αιμορραγία.ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η ουλίτιδα μπορεί να είναι τοπική λόγω λανθασμένης οδοντικής υγιεινής, τεχνητών οδοντοστοιχιών που...

Δείτε τα λήμματα αλφαβητικά
Συνεργασία Mendor Editions & Taber's Ιατρικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό